22 Σεπτεμβρίου 2016

Σε αναζήτηση λύσεων για την υπερφορολόγηση

Καθώς πλησιάζουμε προς την 1/1/2017 οπότε και θα τεθεί σε ισχύ ο νέος τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, αυξάνεται το ενδιαφέρον επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, σε σχέση με αναδιαρθρώσεις τέτοιες που θα μειώσουν τη συνολική τους επιβάρυνση. Όχι αδίκως βέβαια, καθώς όπως έχουμε ήδη επισημάνει σε παλαιότερα σημειώματα, η συνολική επιβάρυνση των φορολογουμένων αυτής της κατηγορίας από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους και τέλη θα είναι τέτοια που θα καθιστά άνευ νοήματος και οικονομικού οφέλους τη συνέχιση άσκησης της δραστηριότητάς τους.

Οι εναλλακτικές διέξοδοι που διερευνώνται από τους ενδιαφερόμενους είναι η μεταφορά της δραστηριότητας ή της έδρας της επιχείρησής τους σε άλλη χώρα, με κύριο πεδίο ενδιαφέροντος τις χώρες με χαμηλή σχετικά φορολογία όπως είναι η Κύπρος και η Βουλγαρία, ή η αλλαγή της εταιρικής μορφής με το ενδιαφέρον να εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην Ι.Κ.Ε.

Για την πρώτη περίπτωση έχουμε επίσης εκφράσει κατά το παρελθόν αντίθετη γνώμη, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων μιλάμε για εικονική μεταφορά η οποία υπάρχει δυνατότητα να εντοπιστεί από τη φορολογική διοίκηση και να φορολογηθεί έτσι αναδρομικά και στην Ελλάδα, το όποιο εισόδημα έχει αποκτηθεί και φορολογηθεί ήδη στο εξωτερικό.[1]

Η δεύτερη περίπτωση, αξίζει να εξεταστεί περισσότερο καθώς σε κάποιες περιπτώσεις πράγματι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνολικής επιβάρυνσης. Όπως είναι γνωστό η Ι.Κ.Ε. αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρεία και ως εκ τούτου ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων, ταυτίζεται με τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των εταίρων ΕΠΕ ή των μετόχων – μελών ΔΣ ανωνύμων εταιρειών, με υποχρέωση ασφάλισης.

Στην Ι.Κ.Ε. υποχρέωση ασφάλισης υπάρχει μόνο για τον/τους διαχειριστή/ες και ειδικά για την μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. και για τον εταίρο.

Η μετατροπή μίας εταιρείας σε Ι.Κ.Ε. είναι κατ’ αρχήν εφικτή και μάλιστα είναι μία σχετικά απλή διαδικασία. Το νομοθετικό πλαίσιο αυτής ορίζεται στο άρθρο 107 του Ν.4072/2012. Σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

  1. Απόφαση των εταίρων ή των μετόχων, που λαμβάνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το νόμο για την περίπτωση λύσης της συγκεκριμένης εταιρικής μορφής. Η εν λόγω απόφαση δεν απαιτείται κατ’ αρχήν να έχει τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από άλλη νομοθετική διάταξη, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση κατοχής ακινήτου.   
  2. Καταχώρηση της απόφασης για μετατροπή με το καταστατικό της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ.
  3. Αναμονή για διάστημα ενός μηνός καθώς τα αποτελέσματα της μετατροπής δεν επέρχονται, αν μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την καταχώριση δανειστής ή δανειστές της εταιρείας προβάλουν έγγραφες αντιρρήσεις για τη μετατροπή. Με τις αντιρρήσεις αυτές οι δανειστές μπορούν να ζητήσουν επαρκείς εγγυήσεις, εφόσον η οικονομική κατάσταση της μετατρεπόμενης εταιρείας καθιστά απαραίτητη την προστασία αυτή.
  4. Αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις, τούτο σημειώνεται στο Γ.Ε.ΜΗ. με αίτηση της εταιρείας και η μετατροπή συντελείται από το χρόνο καταχώρισης της σημείωσης αυτής. Σε περίπτωση που προβληθούν αντιρρήσεις το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρείας, να επιτρέψει τη μετατροπή εάν κρίνει ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας ή οι εγγυήσεις που έχουν λάβει οι δανειστές αυτοί ή οι εγγυήσεις που τους προσφέρονται δεν δικαιολογούν τις αντιρρήσεις τους.

Σημειώνεται ότι με τη συντέλεση της μετατροπής η μετατρεπόμενη εταιρεία συνεχίζεται με τη μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. Η νομική προσωπικότητα συνεχίζεται και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται στο όνομα της εταιρείας υπό τη νέα της μορφή, ενώ οι διοικητικές άδειες που είχαν εκδοθεί υπέρ της μετατρεπόμενης εταιρείας συνεχίζουν να υφίστανται.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δεν προκύπτουν στη διαδικασία της μετατροπής φορολογικές επιβαρύνσεις που μπορούν να έχουν σχέση με φόρους μεταβίβασης ακινήτων κ.λπ. αφού δεν συντελείται οποιαδήποτε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ενώ ταυτόχρονα η επιχείρηση συνεχίζει κανονικά τη λειτουργία της.

Όσον αφορά το φορολογικό κομμάτι με την ΠΟΛ.1262/2013 έχουν διευκρινιστεί μεταξύ άλλων και τα εξής:

1. Ενιαία φορολογική δήλωση

Δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από τη μετατρεπόμενη εταιρία. Ο ισολογισμός που θα συνταχθεί στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου από την προελθούσα από τη μετατροπή εταιρία θα περιλαμβάνει το αποτέλεσμα των πράξεων που διενεργήθηκαν τόσο από την μετατραπείσα όσο και από την προελθούσα από τη μετατροπή εταιρία και η φορολογία του συνολικού εισοδήματος θα γίνει στο όνομα της προελθούσας από τη μετατροπή εταιρίας στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου με τη δήλωση φόρου εισοδήματος που θα υποβάλει αυτή.

2. Αλλαγή κατηγορίας βιβλίων

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, και στην περίπτωση μετατροπής προσωπικής εταιρίας η οποία τηρεί απλογραφικά βιβλία. Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητη η σύνταξη απογραφής κατά το χρόνο μετατροπής, η εξαγωγή λογιστικού αποτελέσματος της μετατρεπόμενης εταιρίας και η μεταφορά του στα βιβλία της προερχόμενης από τη μετατροπή εταιρίας.

3. Εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων

Όσον αφορά στο ζήτημα της εκτίμησης των περιουσιακών στοιχείων κατά τις ανωτέρω μετατροπές, με την αριθ. Κ2 – 5371/31.7.2013 εγκύκλιο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας (Δ/νση ΑΕ και Πίστεως) έχει γίνει δεκτό, ότι εκτίμηση από την επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920 απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις μετατροπής ΙΚΕ σε ΑΕ ή ΕΠΕ. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται εκτίμηση της μετατρεπόμενης εταιρίας από την επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920 κατά τη διαδικασία μετατροπής άλλης εταιρικής μορφής σε ΙΚΕ, με τις διατάξεις του άρθρου 107 του ν. 4072/2012.

4. Φόρος υπεραξίας

Με την ίδια ως άνω εγκύκλιο έγινε επίσης δεκτό ότι αν η διαδικασία μετατροπής γίνεται με την παράλληλη χρήση των διατάξεων αναπτυξιακού νόμου (ενδεικτικά, ν.δ. 1297/1972, ν. 2166/1993), όσον αφορά στην αποτίμηση της αξίας ή τη διαπίστωση της λογιστικής αξίας της μετατρεπόμενης σε ΙΚΕ εταιρίας, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις αυτών των νόμων. Έτσι στις περιπτώσεις μετατροπών κατά τις οποίες δε διενεργείται εκτίμηση από την επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920, δεν προκύπτει υπεραξία για τη μετατρεπόμενη εταιρία, ενώ, σε περίπτωση που διενεργείται εκτίμηση από την επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920, η υπεραξία φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, εκτός εάν κατά τη μετατροπή γίνεται παράλληλη χρήση των διατάξεων των αναπτυξιακών νομοθετημάτων και των απαλλαγών που αυτές προβλέπουν.

5. Δυνατότητα χρήσης αναπτυξιακών νόμων και απαλλαγών

Οι διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 ή του ν. 2166/1993 μπορούν να εφαρμοστούν παράλληλα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 του ν. 4072/2012, εφόσον πληρούνται οι ειδικές προϋποθέσεις που θέτουν οι αναπτυξιακοί νόμοι (π.χ. ελάχιστο όριο κεφαλαίου, κ.λπ.), στις περιπτώσεις μετατροπής σε εταιρίες «ισοδύναμου» ή «ανώτερου» νομικού τύπου, ήτοι και κατά τη μετατροπή προσωπικής εταιρίας ή ΕΠΕ σε ΙΚΕ αλλά όχι κατά τη μετατροπή ΙΚΕ σε προσωπική εταιρία ή ΑΕ σε ΙΚΕ.

Σίγουρα όλα τα παραπάνω θα μας απασχολήσουν περισσότερο το επόμενο διάστημα, καθώς η περιγραφόμενη μετατροπή δε συνιστά πανάκεια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η υπερφορολόγηση. Εδώ ακριβώς καλείται ο επαγγελματίας λογιστής – φοροτεχνικός, να εξετάσει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά και να διερευνήσει κατά πόσο μία τέτοιου είδους αναδιάρθρωση μπορεί να είναι προς όφελος ή όχι του φορολογούμενου ή της επιχείρησης με την οποία συνεργάζεται.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΙΧΕΛΙΝΑΚΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΛΟΓΙΣΤΗΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ

22/9/2016



[1] Βλ. σχετικά σημείωμα σύνταξης της 18.2.2016: Είναι η «φυγή» η κατάλληλη λύση;, σε www.epixeirisi.gr

 

 

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.