Απλοποιήσεις και απαλλαγές από διάφορες υποχρεώσεις των ΕΛΠ, των πολύ μικρών οντοτήτων

Α. Γενικά

Στο άρθρο 30 του Ν 4308/2014, αναφέρονται απλοποιήσεις και απαλλαγές από κάποιες ρυθμίσεις του νόμου, κατά κατηγορία οντοτήτων, ως εξής:

Πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 του Ν 4308/2014.

[η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα που υποχρεούται στην εφαρμογή αυτού του νόμου από φορολογική ή άλλη νομοθετική διάταξη]

Πολύ μικρές οντότητες των παραγράφων 2(α) και 2(β) του άρθρου 1 του Ν 4308/2014.

[(α) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν την μορφή της ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ και της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας.

(β) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν την μορφή της ΟΕ ή ΕΕ, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα της ως άνω περίπτωσης (α) ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής]

     3.  Μικρές οντότητες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν 4308/2014

[Μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές οντότητες και κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:

α) Σύνολο ενεργητικού: 4.000.000 ευρώ

β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8.000.000 ευρώ

γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 50 άτομα]

     4.  Μεσαίες οντότητες της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν 4308/2014

[Μεσαίες οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές ή μικρές οντότητες και οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:

α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ

β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ

γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα]

      5.  Ειδικές απλοποιήσεις και απαλλαγές

(α) Η οντότητα η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία υγρών καυσίμων του Ν 3054/2002, εντάσσεται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παραγράφου 2 του άρθρου 2 με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει το όριο του κύκλου εργασιών της παραγράφου 4 του άρθρου 2 (δηλαδή, τα 8.000.000 ευρώ). Περαιτέρω, η ως άνω οντότητα, όταν υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει το όριο των 8.000.000 ευρώ για δύο διαδοχικές περιόδους, η παρεχόμενη δυνατότητα στη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ενεργοποιείται ή αίρεται αντίστοιχα από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων.

(β) Οι παρακάτω οντότητες της παραγράφου 2γ του άρθρου 1 του ν 4308/2014, έχουν την δυνατότητα σύνταξης μόνο συνοπτικής κατάστασης αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το υπόδειγμα Β.6 και παρέχουν τις πληροφορίες των παραγράφων: 3 (ταυτότητα και αναγνωριστικά στοιχεία της οντότητας) και 34 (δήλωση περί της επιλογής για σύνταξη συνοπτικού ισολογισμού και συνοπτικής κατάστασης αποτελεσμάτων) του άρθρου 29 (Προσάρτημα επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων):

1. Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τους νόμους 89/1967 και 378/1968.

2. Τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών αεροπορικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα και απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος με τον όρο της αμοιβαιότητας.

3. Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 3 του Ν 27/1975.

 

Β. Απλοποιήσεις και απαλλαγές για τις πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2 (γ) του άρθρου 1

Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 που επιλέγουν να καταρτίζουν μόνο την κατάσταση αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β.6, έχουν τις παρακάτω δυνατότητες, σχετικώς με τις ρυθμίσεις των ΕΛΠ:

(α) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 3 περί σχεδίου λογαριασμών.

Η συγκεκριμένη αναφορά σε απαλλαγή μάλλον δεν έχει νόημα, αφού οι οντότητες αυτές τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα και επομένως δεν υποχρεούνται εξ ορισμού να εφαρμόζουν σχέδιο λογαριασμών.

(β) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 6 έως και 8 του άρθρου 4, δηλαδή να μην τηρούν το αρχείο λοιπών περιουσιακών στοιχείων, το αρχείο λογαριασμών καθαρής θέσης και το αρχείο λογαριασμών υποχρεώσεων.

Σε κάθε περίπτωση, για τις οντότητες που εντάσσονται στο απλογραφικό λογιστικό σύστημα δεν προκύπτει ανάγκη τήρησης των ως άνω αρχείων. Ωστόσο, ειδικά για το αρχείο των λογαριασμών υποχρεώσεων, κατά την γνώμη μου, ανεξαρτήτως της απαλλακτικής πρόβλεψης του νόμου, σκόπιμη θεωρείται η τήρησή του (εξωλογιστικά) για λόγους λογιστικής οργάνωσης και παρακολούθησης των συγκεκριμένων υπολοίπων.

(γ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 11 και 12 του άρθρου 16 περί απόκλισης από τα υποδείγματα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Απαλλαγή χωρίς ιδιαίτερη αξία, αφού η αναφορά γίνεται σε κονδύλια που οι πολύ μικρές οντότητες σπανίως εμφανίζουν στις οικονομικές τους καταστάσεις.

(δ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 6 του άρθρου 17 περί λογιστικής παρακολούθησης και παρουσίασης των συναλλαγών και γεγονότων λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική τους ουσία.

Ομοίως, απαλλαγή χωρίς ιδιαίτερη σημασία.

(ε) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 9 του άρθρου 17 περί δυνατότητας απόκλισης από τις διατάξεις αυτού του νόμου για την επίτευξη της εύλογης παρουσίασης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2 (γ) του άρθρου 1, λόγω των απλογραφικών τους βιβλίων, δεν προσδιορίζουν εύλογη αξία για τα περιουσιακά τους στοιχεία.

(στ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 2γ του άρθρου 18 περί προσαύξησης, με έμμεσο κόστος, του κόστους κτήσης ιδιοπαραγόμενων πάγιων στοιχείων.

Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία η σχετική διάταξη προβλέπει ότι το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμβάνει επίσης μια εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω πάγιο στοιχείο, στον  βαθμό που τα ποσά αυτά αναφέρονται στην περίοδο κατασκευής.

Είναι προφανές ότι ελάχιστες, έως μηδενικές περιπτώσεις πολύ μικρών οντοτήτων, με απλογραφικά βιβλία,  θα αντιμετωπίσουν μιας τέτοιας μορφής ζήτημα. Δηλαδή να προβούν σε ιδιοπαραγωγή παγίου στοιχείου και να έχουν την ευχέρεια να μην επιβαρύνουν το σχετικό κόστος κατασκευής του με έξοδα, σταθερά ή μεταβλητά, τα οποία εμμέσως σχετίζονται με το υπό κατασκευή πάγιο. Κατά την γνώμη μου, δεν νομίζω ότι θα υπάρξουν τέτοιες περιπτώσεις, εν τοις πράγμασι, ώστε να έχει νόημα μία απαλλαγή αυτής της μορφής.

(ζ) Χρησιμοποιούν τις μεθόδους απόσβεσης παγίων στοιχείων της φορολογικής νομοθεσίας και δεν εφαρμόζουν τις σχετικές ρυθμίσεις των παραγράφων 3(α) (1) έως και 3(α) (4) του άρθρου 18.

Η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει κάποια βαρύτητα, υπό την έννοια ότι επιτρέπει (ή επιβάλει) οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ), να χρησιμοποιούν τους συντελεστές απόσβεσης που προβλέπονται από την φορολογική νομοθεσία και οι τυχόν βελτιώσεις γης με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή να μην υπόκεινται σε απόσβεση.

(η) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3(α) (6) του άρθρου 18 περί μη απόσβεσης της υπεραξίας και άλλων άυλων στοιχείων με απεριόριστη ωφέλιμη ζωή. Τα εν λόγω στοιχεία, εφόσον υπάρχουν, αποσβένονται με τον τρόπο που ορίζει η φορολογική νομοθεσία.

Η απαλλαγή αυτή συνδέεται με την προηγούμενη και σαφώς διαφοροποιεί την αντιμετώπιση της απόσβεσης τόσο της υπεραξίας όσο και των άυλων στοιχείων της πολύ μικρής οντότητας της παραγράφου 2(γ), σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες. Η μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων σημαίνει ότι και σε αυτό το θέμα η πολύ μικρή οντότητα θα εφαρμόζει τις ρυθμίσεις της φορολογικής νομοθεσίας.

(θ) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3β του άρθρου 18 περί απομείωσης των ενσώματων και άυλων πάγιων στοιχείων, αλλά ακολουθούν τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές ρυθμίσεις.

Ομοίως και εδώ σε σχέση με τις απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων, θα ακολουθούνται τα προβλεπόμενα από την φορολογική νομοθεσία.

(ι) Αντιμετωπίζουν λογιστικά όλες τις συμβάσεις μίσθωσης, σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία.

Όλες οι συμφάσεις μίσθωσης, είτε λειτουργικής μορφής είτε χρηματοδοτικής ή μακροχρόνιας μίσθωσης, αντιμετωπίζονται βάσει ρυθμίσεων της φορολογικής νομοθεσίας. Ο νομοθέτης δηλαδή εκτιμά, ότι δεν έχει νόημα η πολύ μικρή οντότητα με απλογραφικά βιβλία, να παρουσιάζει διαφορετική λογιστική εικόνα, πέραν αυτής που προκύπτει από την εφαρμογή της Φορολογικής Νομοθεσίας.

(ια) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3 του άρθρου 19 περί χρήσης της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή της σταθερής μεθόδου κατά την επιμέτρηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στο αποσβέσιμο κόστος.

Σε ότι αφορά την χρήση του πραγματικού επιτοκίου ή της σταθερής μεθόδου, όταν αποτιμώνται χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο αποσβέσιμο κόστος, έχουμε ασχοληθεί με σειρά άρθρων στο περιοδικό «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ» και στο «ΔΕΕ». Όλες αυτές οι διαδικασίες δεν εφαρμόζονται στις πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2 (γ) του άρθρου 1 του Ν 4308/2014.

(ιβ) Αναγνωρίζουν ζημίες απομείωσης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων με βάση τη φορολογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 4 έως και 8 του άρθρου 19.

Και στο συγκεκριμένο θέμα των ζημιών απομείωσης έχουμε εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας

(ιγ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 3β και 5 του άρθρου 20 περί προσαύξησης, με έμμεσο κόστος και τόκους, του κόστους παραγωγής αποθεμάτων.

Πρόκειται για παραπομπή στην αποτίμηση αποθεμάτων και υπηρεσιών, όπου για τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προβλέπεται η εφαρμογή μίας από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους κοστολόγησης, το οποίο κόστος, αποτελείται από  το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, εργασίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το παραγόμενο προϊόν ή την παρεχόμενη υπηρεσία. Ωστόσο, οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) δεν εφαρμόζουν την  εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες, στον βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην περίοδο παραγωγής. Ομοίως δεν εφαρμόζουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5, σχετικώς με την επιβάρυνση των αποθεμάτων με τόκους εντόκων υποχρεώσεων.

(ιδ) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 4 του άρθρου 22 περί χρήσης της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή της σταθερής μεθόδου κατά την επιμέτρηση χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων στο αποσβέσιμο κόστος.

Η αναφορά εδώ γίνεται στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, όπου ισχύουν τα ανωτέρω (περίπτωση ια), σχετικώς με την επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

(ιε) Αναγνωρίζουν προβλέψεις, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 11 έως και 14 του άρθρου 22.

Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1, εφαρμόζουν τα προβλεπόμενα από την Φορολογική Νομοθεσία (ΚΦΕ), σχετικώς με τις κάθε μορφής προβλέψεις και απαλλάσσονται από τις ρυθμίσεις του λογιστικού πλαισίου των ΕΛΠ.

(ιστ) Αναγνωρίζουν τις κρατικές επιχορηγήσεις, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 23.

Ομοίως και για τις κρατικές επιχορηγήσεις, είτε αυτές αφορούν περιουσιακά στοιχεία, είτε αφορούν κάλυψη εξόδων, η αντιμετώπιση ακολουθεί τις φορολογικές διατάξεις. Συνεπώς, οι κάθε μορφής κρατικές επιχορηγήσεις δεν καταχωρίζονται ως υποχρεώσεις, όπως συμβαίνει με τις οντότητες που τηρούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε έσοδα.

(ιζ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 3 έως και 5 του άρθρου 23 περί δυνατότητας αναγνώρισης αναβαλλόμενης φορολογίας.

Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1, δεν έχουν υποχρέωση εφαρμογής τα αναφερόμενα στον νόμο, σχετικώς με την αναβαλλόμενη φορολογία.

(ιη) Δεν εφαρμόζουν το άρθρο 24 του παρόντος νόμου περί επιμέτρησης στην εύλογη αξία.

Ομοίως και για την αποτίμηση στην εύλογη αξία.

(ιθ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 έως και 3 του άρθρου 28 περί αναδρομικής διόρθωσης των επιπτώσεων από αλλαγές λογιστικών πολιτικών και αναγνώριση λαθών και αναγνωρίζουν τις σχετικές επιπτώσεις στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων στην περίοδο που η αλλαγή λογιστικής πολιτικής πραγματοποιείται ή το λάθος εντοπίζεται.

Το άρθρο 28 των ΕΛΠ, αναφέρεται στις μεταβολές λογιστικών πολιτικών και εκτιμήσεων, καθώς και στην διόρθωση λαθών. Η σχετική απαλλαγή εδώ, αφορά την δυνατότητα μη εφαρμογής της αναδρομικής διόρθωσης των επιπτώσεων από αλλαγές λογιστικών πολιτικών και καταχώριση λαθών, αντιθέτως με τις οντότητες που εντάσσονται στο διπλογραφικό λογιστικό σύστημα. Συνεπώς, καταχωρίζουν τις σχετικές επιπτώσεις επί των ποσών των καταστάσεων, κατά την περίοδο που πραγματοποιείται η όποια αλλαγή σε λογιστική πολιτική.

(κ) Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρέχουν τις πληροφορίες μόνο των παραγράφων 3 και 34 του άρθρου 29.

Οι οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1, έχουν την δυνατότητα σύνταξης μόνο συνοπτικής κατάστασης αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το υπόδειγμα Β.6 και παρέχουν τις πληροφορίες των παραγράφων 3 (ταυτότητα και αναγνωριστικά στοιχεία της οντότητας) και 34 (δήλωση περί της επιλογής για σύνταξη συνοπτικού ισολογισμού και συνοπτικής κατάστασης αποτελεσμάτων) του άρθρου 29 (Προσάρτημα επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεων).

(κα) Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των οποίων ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ από πωλήσεις αγαθών, δύνανται να μην διενεργούν απογραφή των αποθεμάτων τους και να αντιμετωπίζουν τις αγορές της περιόδου ως έξοδο.

(κβ) Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που επιλέγουν να διενεργήσουν απογραφή για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων μιας περιόδου, ενώ δεν διενεργούσαν, υποχρεούνται σε διενέργεια απογραφής για τις τρεις (3) τουλάχιστον επόμενες ετήσιες περιόδους.

(κγ) Όταν οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιλέγουν να διενεργήσουν φυσική απογραφή στο τέλος της περιόδου, ενώ δεν διενεργούσαν, για τον υπολογισμό του κόστους πωληθέντων της ίδιας περιόδου το απόθεμα έναρξης θεωρείται μηδέν.

(κδ) Όταν οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιλέγουν σε μια περίοδο να παύσουν να διενεργούν φυσική απογραφή, ενώ διενεργούσαν, το απόθεμα τέλους της τελευταίας περιόδου δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποτελεσμάτων της πρώτης περιόδου στην οποία δεν διενεργείται απογραφή.

Για τις περιπτώσεις από (κα) έως και (κδ), βλέπε στην παρακάτω ανάλυση:

Γ. Ανάλυση

Σύμφωνα με την Πολ. 1003/31.12.2014, με την οποία δίδονται διευκρινίσεις σχετικά με το άρθρο 30 των ΕΛΠ, οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 (δηλαδή η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση, κ.λπ.) που επιλέγουν, σύμφωνα με το νόμο να συντάσσουν μόνο κατάσταση αποτελεσμάτων με το υπόδειγμα Β.6 και τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα (δηλαδή βιβλίο «εσόδων – εξόδων), δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 3 περί σχεδίου λογαριασμών. Δηλαδή, δεν υποχρεούνται σε τήρηση σχεδίου λογαριασμών, πέραν της ομαδοποίησης των διαφόρων εσόδων και εξόδων σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 3 του νόμου. Στην ως άνω παράγραφο 12 αναφέρεται ότι όταν, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου, η οντότητα δεν συντάσσει ισολογισμό, δύναται, αντί του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο απλογραφικό λογιστικό σύστημα (βιβλία εσόδων - εξόδων) για την παρακολούθηση των συναλλαγών της, που  συμπεριλαμβάνουν:

α) Τα κάθε μορφής  έσοδα, διακεκριμένα, σε έσοδα από πώληση εμπορευμάτων, από πώληση προϊόντων, από παροχή υπηρεσιών και λοιπά έσοδα.

β) Τα κάθε μορφής κέρδη, που ενδέχεται να σχετίζονται με έκτακτα γεγονότα ή συναλλαγές, όπως για παράδειγμα εκποίηση παγίου περιουσιακού στοιχείου κ.λπ.

γ) Τις κάθε μορφής αγορές περιουσιακών στοιχείων, διακεκριμένα σε αγορές εμπορευμάτων, υλικών (πρώτων ή βοηθητικών υλών), παγίων και αγορές λοιπών περιουσιακών στοιχείων.

δ) Τα κάθε μορφής έξοδα, διακεκριμένα σε αμοιβές προσωπικού συμπεριλαμβανομένων εισφορών σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, αποσβέσεις, έξοδα από τη λήψη λοιπών υπηρεσιών και λοιπά έξοδα.

ε) Οποιασδήποτε μορφής ζημίες.

στ) Τους κάθε μορφής ή κατηγορίας φόρους και τέλη, ξεχωριστά κατά είδος.

Περαιτέρω, οι ίδιες ως άνω πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1, που επιλέγουν, σύμφωνα με τον νόμο, να συντάσσουν μόνο κατάσταση αποτελεσμάτων βάσει του υποδείγματος Β.6, αντιμετωπίζουν λογιστικά όλες τις συμβάσεις μίσθωσης σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι λειτουργικές όσο και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης θα προσαρμόζουν την λογιστική τους αντιμετώπιση στα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας.

Σε ότι αφορά την υποχρέωση διενέργειας απογραφής, ορίζεται ότι οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1, των οποίων ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών από πωλήσεις αγαθών δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ έχουν την δυνατότητα να μην διενεργούν απογραφή των αποθεμάτων τους στο τέλος της περιόδου. Στην περίπτωση αυτή αντιμετωπίζουν τις αγορές της περιόδου εντός της οποίας δεν διενεργούν απογραφή, ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων.

Αν η περίοδος (δηλαδή το φορολογικό έτος) είναι μικρότερη του 12μήνου (πχ. σε περίπτωση έναρξης εργασιών κατά την διάρκεια της περιόδου), ο κύκλος εργασιών για την υποχρέωση διενέργειας απογραφής αποθεμάτων προσδιορίζεται με αναγωγή σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την αναλογία του επιτευχθέντος κύκλου εργασιών για το επιμέρους χρονικό διάστημα του πρώτου έτους. Διευκρινίζεται ότι το χρονικό διάστημα ίσο ή μεγαλύτερο των 15 ημερών λογίζεται ως μήνας ενώ το χρονικό διάστημα που είναι μικρότερο των 15 ημερών δεν λαμβάνεται υπόψη. Στην περίπτωση που η επιχείρηση λειτούργησε στην πρώτη ετήσια περίοδο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τεσσάρων μηνών, δεν γίνεται αναγωγή σε ετήσια βάση για το διάστημα αυτό.

Στη συνέχεια, ορίζεται ότι όταν μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 επιλέγει, σύμφωνα με τον νόμο, να διενεργήσει απογραφή σε μία περίοδο, ενώ δεν έχει την υποχρέωση και δεν διενεργούσε μέχρι τώρα, αναλαμβάνει την υποχρέωση για διενέργεια απογραφής και για τις τρεις τουλάχιστον επόμενες ετήσιες περιόδους.

Περαιτέρω, ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1  επιλέγει να διενεργήσει (προαιρετικά) φυσική απογραφή σε μια περίοδο για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων (κόστος πωληθέντων), ενώ δεν έχει την υποχρέωση και δεν διενεργούσε. Στην περίπτωση αυτή, κατά την πρώτη περίοδο που διενεργείται απογραφή, για τον υπολογισμό του κόστους πωληθέντων της περιόδου το απόθεμα έναρξης θεωρείται μηδέν. Δηλαδή, από τα ακαθάριστα έσοδα της ανωτέρω περιόδου θα εκπέσουν μόνο οι αγορές της περιόδου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών (ζημιών). Σημειώνεται ότι το σύνολο των αγορών των προηγούμενων χρήσεων έχει εκπέσει φορολογικά και συνεπώς δεν μπορεί να εκπέσει εκ νέου προσμετρούμενο στο απόθεμα έναρξης της νέας περιόδου.

Στη συνέχεια, ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία μια οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 επιλέγει να παύσει να διενεργεί φυσική απογραφή σε μια περίοδο, ενώ διενεργούσε προαιρετικά. Στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα τέλους της τελευταίας περιόδου στην οποία διενεργήθηκε απογραφή δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποτελεσμάτων της πρώτης περιόδου στην οποία δεν διενεργείται απογραφή. Δηλαδή, στην πρώτη αυτή περίοδο στην οποία δεν διενεργείται απογραφή, η επιχείρηση (και εφεξής) θα εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδα μόνο τις αγορές της περιόδου για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών (ζημιών).

Με άλλη διάταξη ορίζεται ότι η οντότητα της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία υγρών καυσίμων του νόμου 3054/2002 εντάσσεται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει το όριο του κύκλου εργασιών των «μικρών» οντοτήτων της παραγράφου 4 του άρθρου 2, δηλαδή το ποσό των 8.000.000 ευρώ (για δύο συνεχόμενες ετήσιες περιόδους). Συνεπώς, η οντότητα που εμπίπτει στην περίπτωση αυτής της παραγράφου δύναται να επιλέξει:

α) να χρησιμοποιεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα της παραγράφου 12 του άρθρου 3,

β) να συντάσσει μόνο (συνοπτική) Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγματος Β.6,

γ) να μην συντάσσει ισολογισμό.

Σημειώνεται ωστόσο, ότι οι οντότητες αυτές υπόκεινται στις ρυθμίσεις του άρθρου 4 για τήρηση ορισμένων αρχείων, από τα αναφερόμενα σε εκείνο το άρθρο.

Στη συνέχεια, με σχετική διάταξη, παρέχεται η δυνατότητα σε καθορισμένες κατηγορίες οντοτήτων να συντάσσουν μόνο κατάσταση αποτελεσμάτων σύμφωνα με το υπόδειγμα Β.6 του Παραρτήματος Β των ΕΛΠ, απαλλασσόμενες από την σύνταξη ισολογισμού. Δηλαδή, οι κατονομαζόμενες οντότητες θεωρούνται «πολύ μικρές οντότητες» ανεξαρτήτως από το μέγεθός τους και συνεπώς δύνανται να χρησιμοποιούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα.

Ειδικότερα, με την υποπαράγραφο 13α εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 13 οι αλλοδαπές επιχειρήσεις της παραγράφου 2γ του άρθρου 1 του Ν 4308/1914, οι οποίες εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τους ΑΝ 89/1967 και 378/1968. Διευκρινίζεται ότι το άρθρο 2 του ΑN 378/1968 παραμένει σε ισχύ και συνεπώς η ίδια απαλλαγή ισχύει και για όσες άλλες επιχειρήσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 έχουν υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του ΑN 89/1967 δυνάμει του άρθρου 2 του επίσης ΑN 378/1968.

Άλλωστε, η ίδια απαλλαγή ίσχυε και με τις καταργούμενες από τον Ν 4308/2014 διατάξεις του ΚΦΑΣ (υποπαράγραφος Ε1 της παραγράφου Ε του νόμου 4093/2012).

Διευκρινίζεται ότι τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών αεροπορικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 13 (υποπαράγραφος 13β) εφόσον, σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα.

Νίκος Σγουρινάκης