Ο γρίφος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών

Η αρχική πρόθεση του νομοθέτη, ήταν το φορολογητέο εισόδημα του ασκούντος επιχειρηματική δραστηριότητα (αυτοαπασχολούμενου ή πρώην ελεύθερου επαγγελματία του άρθρου 48 του προηγούμενου ΚΦΕ) να συνιστά και την βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, ήτοι: «Τα ως άνω ποσοστά (σ.σ.: εννοεί τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών) υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος» (παρ. 2, άρθρο 39 του Ν 4387/2016).

Ωστόσο, το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα (ΚΦΑ) είναι ένα και μοναδικό.

Προκειμένου δε να υπολογιστεί, αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα όλες οι δαπάνες και τα έξοδα, όπως προβλέπονται στις φορολογικές διατάξεις (άρθρα 22 και 23 του ΚΦΕ). Μεταξύ αυτών είναι και οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.

Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, υπό την έννοια ότι φορολογείται πάντα το καθαρό εισόδημα.

Όπως συμβαίνει και με το εισόδημα από μισθωτή εργασία. Αφαιρούνται οι ασφαλιστικές κρατήσεις που βαρύνουν τον μισθωτό, προκειμένου να φορολογηθεί το εισόδημά του.

Η πολιτική ηγεσία όμως του Υπουργείου Εργασίας θέλει (και άλλα) έσοδα για τον ΕΦΚΑ.

Δεν μπορώ να το διατυπώσω διαφορετικά: Σκοπίμως ο νομοθέτης, το αποκάλεσε  «αποτέλεσμα», γιατί ήθελε να έχει το περιθώριο να διαφοροποιήσει την βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από αυτήν, βάσει της οποίας  προσδιορίζεται το φορολογητέο εισόδημα για την επιβολή φόρου εισοδήματος. 

Έτσι λοιπόν, τροποποιείται η νομοθεσία και μεταβάλλεται η αρχική πρόθεση του νομοθέτη.

Οι ασφαλιστικές εισφορές, εφεξής, θα υπολογίζονται μεν επί του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος, αλλά…όχι επί αυτού που ορίζουν οι φορολογικές διατάξεις.

Θα υπολογίζονται επί μίας άλλης βάσης, στην οποία θα περιλαμβάνονται και οι καταβλητέες εισφορές του προηγούμενου έτους. Πρόκειται για επαίσχυντη, λίαν επιεικώς, διάταξη (όπως έχουμε ήδη αναφέρει και σε προηγούμενο σημείωμα: 22/5/2017) που προστέθηκε με το άρθρο 58 του  νόμου 4472/2017, στο άρθρο 39 του Ν 4387/2017, επεμβαίνοντας  και αλλοιώνοντας την βάση υπολογισμού των εισφορών των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, η οποία διάταξη συνιστά όχι μόνον ακραία νομοθετική εκτροπή, αλλά δείχνει και την πλήρη απουσία σοβαρότητας των προσώπων που νομοθετούν.

Η διάταξη  χαρακτηρίζεται ταυτοχρόνως, από διαστροφή και «κουτοπονηριά».

Τα ζητήματα που θα ανακύψουν είναι πολλά, κυρίως δε από το επόμενο έτος…

Ας δούμε τα τρέχοντα για το 2017.

Καταρχάς, οι εισφορές που καταβλήθηκαν (το 2017) θα είναι διαφορετικές από τις καταβλητέες (αυτές δηλαδή που θα έπρεπε να καταβληθούν), αφού υπολογίζονται σε διαφορετική βάση, από αυτήν που ορίζει ο νόμος. Δηλαδή υπολογίζονται επί των εισοδημάτων του 2015, ενώ θα έπρεπε να υπολογίζονται επί των εκκαθαρισμένων εισοδημάτων του 2016.

Κατά δεύτερον, οι ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα έχουν καταχωρίσει στα βιβλία τους τις καταβληθείσες εισφορές, οι οποίες υπολογίστηκαν επί των εισοδημάτων του 2015. Αν μέχρι τέλος του έτους (2017) δεν ρυθμιστούν τα δεδομένα, ώστε να γίνει προσαρμογή των εισφορών επί των εκκαθαρισμένων εισοδημάτων του 2016, οι υπόχρεοι θα καταγράψουν ποσά εισφορών στα βιβλία τους που δεν θα είναι τα πραγματικά, άρα θα πρέπει να τα προσαρμόσουν, βάσει της αρχής του δεδουλευμένου.

Πώς θα γίνεται κάθε έτος αυτό, αν δεν ολοκληρώνεται εγκαίρως η προσαρμογή;

Ποιο ποσό εισφορών θα προστεθεί στο φορολογητέο εισόδημα του 2017, ώστε να προκύψει η νέα βάση υπολογισμού για το 2018;

Δείτε και το προηγούμενο σημείωμά μας (13/11/2017).

Άραγε, δεν πρέπει να δοθούν οδηγίες αρμοδίως;

Νίκος Σγουρινάκης

n_sgourinakis@hotmail.com