To παρόν άρθρο αποτελεί μέρος του περιοδικού ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ. Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στα υπόλοιπα περιεχόμενα του περιοδικού επικοινωνήστε μαζί μας τηλεφωνικά ή μέσω email
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Περιοδικό: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Τεύχος: 112/2015, Φεβρουάριος 2015
Έκδοση: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ενότητα: ΑΡΘΡΑ - ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, σ. 130
Προηγούμενο: - Ν. Σγουρινάκης, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα: Μόνιμη και προσωρινή διαφορά, μεταξύ φορολογικής και λογιστικής βάσης
Επόμενο: A. Παροχές σε είδος
- <strong>Ν. Σγουρινάκης</strong>, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα: Μόνιμη και προσωρινή διαφορά, μεταξύ φορολογικής και λογιστικής βάσης A. Παροχές σε είδος
Μεγαλύτερη γραμματοσειρά Μικρότερη γραμματοσειρά Εκτύπωση άρθρου

- Β. Αθανασάκη, Η εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων στις χρηματοοικονομικές ενδοομιλικές συναλλαγές

Βασιλική Αθανασάκη

Δικηγόρος ειδικευθείσα στο Φορολογικό Δίκαιο, LL.M, ΥπΔρΝ.

Ανάλυση των ενδοομιλικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών σε σχέση με την εφαρμογή του κανόνα ενδοομιλικής τιμολόγησης «αρχή των ίσων αποστάσεων».

Περιεχόμενα

1. Εισαγωγή

2. Το νομοθετικό πλαίσιο

2.1. Το φορολογικό πλαίσιο

2.2. Το εποπτικό πλαίσιο για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές

3. Λειτουργική ανάλυση των χρηματοοικονομικών ενδοομιλικών συναλλαγών

4. Η οικονομική ανάλυση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών από την άποψη του transfer pricing

4.1. Φύση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικών συναλλαγών

4.2. Η τεκμηρίωση των χρηματοοικονομικών ενδοομιλικών συναλλαγών για την απόδειξη της τήρησης της αρχής των ίσων αποστάσεων

5. Συμπερασματικά

1. Εισαγωγή

Οι κανόνες ενδοομιλικής τιμολόγησης τόσο του διεθνούς όσο και του εθνικού δικαίου εφαρμόζονται σε όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες ενδοομιλικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κάθε είδους. Από ενδοομιλικές δανειοδοτήσεις μέχρι εξειδικευμένες και πολύπλοκες χρηματοοικονομικές συναλλαγές (παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, εγγυητικές επιστολές, προμήθειες διαμεσολάβησης κ.λπ). Υπό την έννοια αυτή, οι κανόνες τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών αφορούν τόσο τους μεγάλους τραπεζικούς ομίλους, τις ασφαλιστικές εταιρείες και εν γένει τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χρηματοοικονομικό τομέα, ως προς την κύρια επιχειρηματική τους δραστηριότητα, όσο και οποιαδήποτε επιχείρηση, μέλος πολυεθνικού ομίλου, δεδομένου ότι στο πλαίσιο κάθε ομίλου πλέον υφίστανται συναλλαγές χρηματοοικονομικής φύσης. Για τον λόγο αυτό, η έννοια της αρχής των ίσων αποστάσεων βρίσκει εφαρμογή και στις ιδιάζουσες αυτές περιπτώσεις ενδοομιλικών συναλλαγών, η ιδιαίτερη φύση των οποίων καθιστά πολλές φορές δυσχερή την τεκμηρίωση του arm’s length χαρακτήρα τους, δηλαδή της διεξαγωγής τους με όρους ανοικτής αγοράς.

Υπό το πρίσμα αυτό, αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι η εφαρμογή και απόδειξη της αρχής των ίσων αποστάσεων στις περιπτώσεις σύνθετων αλλά και απλούστερων χρηματοοικονομικών συναλλαγών είτε αυτές διεξάγονται μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων ή εταιρειών - μελών τραπεζικών και χρηματοοικονομικών ομίλων είτε λαμβάνουν χώρα μεταξύ συνδεδεμένων εμπορικών εν γένει επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ανάγκης χρηματοδότησής τους. 1 Βασική ιδιαιτερότητα ως προς την τεκμηρίωση των συγκεκριμένων ενδοομιλικών συναλλαγών αποτελεί το γεγονός ότι καταλαμβάνονται από συγκεκριμένο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο, ενώ δεν πρέπει να αγνοηθεί ο παράγοντας ότι στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις περιπτώσεις, για τις εν λόγω συναλλαγές οι αντίστοιχες επιχειρήσεις υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες κανονιστικής συμμόρφωσης από τους αρμόδιους εποπτικούς φορείς (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς).

2. Το νομοθετικό πλαίσιο

2.1. Το φορολογικό πλαίσιο

Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Ν 4172/2013 (νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος»), «1. Νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες όταν πραγματοποιούν συναλλαγές, μία ή περισσότερες, διεθνείς ή και εγχώριες, με συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΚΦΕ με οικονομικούς ή εμπορικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που θα ίσχυαν μεταξύ μη συνδεδεμένων προσώπων (ανεξάρτητων επιχειρήσεων) ή μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων και τρίτων, οποιαδήποτε κέρδη τα οποία χωρίς τους όρους αυτούς θα είχαν πραγματοποιηθεί από το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των διαφορετικών όρων (αρχή των ίσων αποστάσεων) περιλαμβάνονται στα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας μόνο στον βαθμό που δεν μειώνουν το ποσό του καταβλητέου φόρου. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις ενδοομιλικές συναλλαγές».

Το ως άνω άρθρο εισάγει την αρχή των ίσων αποστάσεων στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 9 του Μοντέλου Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (εφεξής «ΟΟΣΑ»).

Η «αρχή των ίσων αποστάσεων» (“arm’s length principle”) αποτελεί το διεθνές πρότυπο τιμολογιακής πολιτικής, το οποίο θα πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ για την τεκμηρίωση των τιμών χρέωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών. Η «αρχή των ίσων αποστάσεων» ορίζεται στο άρθρο 9 του Μοντέλου Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας σύμφωνα με το οποίο «(όταν) οι όροι που δημιουργούνται ή επιβάλλονται μεταξύ δύο συνδεδεμένων επιχειρήσεων στα πλαίσια των εμπορικών και χρηματοοικονομικών σχέσεών τους διαφέρουν από όσους πραγματοποιούνται από ανεξάρτητες επιχειρήσεις, τότε οποιαδήποτε κέρδη δεν εμφανίζονται λόγω αυτών των όρων, θα μπορούν να συμπεριληφθούν στα κέρδη της συγκεκριμένης εταιρείας και να φορολογηθούν αντίστοιχα». Επομένως, οι συνθήκες, η τιμολόγηση και οι όροι των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων μερών θα πρέπει να είναι συγκρίσιμοι με ό,τι θα συμφωνούνταν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων για τις ίδιες συναλλαγές.

Επομένως, μία συναλλαγή μεταξύ συνδεδεμένων μερών είναι σύμφωνη με την «αρχή των ίσων αποστάσεων», εάν τα κέρδη που προκύπτουν από αυτή είναι παρόμοια με τα κέρδη που θα αποκόμιζαν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, εάν πραγματοποιούσαν παρόμοιες, ήτοι επαρκώς συναλλαγές υπό τις ίδιες συνθήκες.

Περαιτέρω, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013 , εφεξής καλούμενος «ΚΦΔ») ορίζει τις υποχρεώσεις τεκμηρίωσης για τις υποκείμενες εταιρείες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ΚΦΔ «1. Για τις μεταξύ τους συναλλαγές που εμπίπτουν στο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, καθώς και τη μεταξύ τους μεταφορά λειτουργιών του άρθρου 51 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, τα συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια της περίπτωσης ζ του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, υποχρεούνται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης. Φάκελο Τεκμηρίωσης υποχρεούνται να τηρούν και οι μόνιμες εγκαταστάσεις αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, για τις παραπάνω συναλλαγές τους με το κεντρικό ή με τα συνδεδεμένα πρόσωπα του κεντρικού τους στην αλλοδαπή, καθώς και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες για τις παραπάνω συναλλαγές τους με μόνιμες εγκαταστάσεις που διατηρούν στην αλλοδαπή».

Ωστόσο, και σε διεθνές επίπεδο υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις στον τομέα του φορολογικού δικαίου και, μεταξύ άλλων, στο πεδίο της ενδοομιλικής τιμολόγησης και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Συγκεκριμένα, την 19η Ιουλίου 2013 στη συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της G20 στη Μόσχα παρουσιάσθηκε τo Σχέδιο Δράσης του ΟΟΣΑ (“OECD Action Plan”) για την καταπολέμηση της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μετακύλισης φορολογητέων εσόδων (“base erosion and profit shifting” ή “BEPS” όπως συναντάται στη διεθνή βιβλιογραφία). Το Σχέδιο Δράσης πραγματεύεται ένα χρονοδιάγραμμα μεταξύ 12 και 24 μηνών για την εφαρμογή του σχεδίου και περιγράφει με ποιο τρόπο θα συνεργασθεί ο ΟΟΣΑ με τα κράτη για τη βελτίωση των φορολογικών συστημάτων και την καταστολή του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού (“tax arbitrage”) με την αντιμετώπιση των ελλείψεων των διεθνών φορολογικών κανόνων.

Το Σχέδιο Δράσης του ΟΟΣΑ, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει δράσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ενδοομιλικής τιμολόγησης και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό και τον κλάδο παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο. Οι εν λόγω δράσεις αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στο σύγχρονο οικονομικό και φορολογικό περιβάλλοντος, οι οποίες επιτάσσουν την εντατικοποίηση των προσπαθειών εξασφάλισης διαφάνειας (“transparency”) και αληθούς ουσίας (“substance”) των διασυνοριακών συναλλαγών, ιδίως σε πεδία, όπως οι υβριδικές αναντίστοιχες διευθετήσεις (“hybrid mismatch arrangements”) και οι ενδοομιλικές συναλλαγές (“transfer pricing”).

Βασικός άξονας του Σχεδίου Δράσης είναι η δυνατότητα πολλών κρατών να εφαρμόζουν εσφαλμένα το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί ενδοομιλικής τιμολόγησης με αποτέλεσμα τον τεχνητό διαχωρισμό του εισοδήματος από τις οικονομικές δραστηριότητες που το παράγουν και τη μεταφορά του σε περιβάλλοντα χαμηλής φορολόγησης. 2

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπό το πρίσμα της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, επήλθαν ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι οποίες έχουν αντίκτυπο και στο πεδίο της ενδοομιλικής τιμολόγησης. Καταρχάς, η χρηματοπιστωτική κρίση έδωσε το έναυσμα για σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών, τόσο όσον αφορά στα ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια αλλά και όσον αφορά τις επιπρόσθετες υποχρεώσεις γνωστοποιήσεων που επιβλήθηκαν με σκοπό την εξασφάλιση διαφάνειας. Περαιτέρω, η επιτακτική ανάγκη είσπραξης επαρκών δημοσίων εσόδων από τις κυβερνήσεις κατέστησε αναγκαία την εντατικοποίηση των προσπαθειών για πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, η οποία επιτυγχάνεται ποικιλοτρόπως στο σύγχρονο διεθνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον πολλές φορές και μέσω πρακτικών και μεθοδεύσεων transfer pricing.

2.2. Το εποπτικό πλαίσιο για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές

Πέραν του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου περί ενδοομιλικής τιμολόγησης, αναφορά θα πρέπει να γίνει, στα πλαίσια του παρόντος και στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές του τραπεζικού τομέα. Συγκεκριμένα, η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος (ΔΕΠΣ) της Τράπεζας της Ελλάδος είναι επιφορτισμένη με την άσκηση της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, η οποία στοχεύει στη διασφάλιση της σταθερότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της εποπτείας έχει κατά κύριο λόγο διαμορφωθεί από την ενσωμάτωση της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία με τη σειρά της είναι συμβατή με τις αρχές της Βασιλείας ΙΙ. 3 Τα πιστωτικά ιδρύματα ακολουθούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες προσαρμογής στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές της κάθε χώρας στην οποία δραστηριοποιείται, όπως η Ελληνική Ένωση Τραπεζών και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Τον Δεκέμβριο του 2010, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών (Basel Committee on Banking Supervision “BCBS”) εξέδωσε τους Κανόνες “Βασιλεία ΙΙΙ”, οι οποίοι περιείχαν νέες ελάχιστες απαιτήσεις για τη φερεγγυότητα, τη μόχλευση και τη ρευστότητα των τραπεζών. Η Οδηγία Κεφαλαιακών Απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Capital Requirements Directive IV”) 4 σε συνδυασμό και με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό περί κεφαλαιακών απαιτήσεων συνιστούν το ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο σύγχρονο εποπτικό πλαίσιο των τραπεζών με κύρια κατεύθυνση την αυστηροποίηση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας και ελάχιστων εποπτικών κεφαλαίων. Καίριας σημασίας αποδεικνύονται, υπό το πρίσμα αυτών των κανόνων, τα ζητήματα φορολόγησης των τραπεζών, ιδίως όσον αφορά στον υπολογισμό των Βασικών Εποπτικών Κεφαλαίων (ΒΕΚ) των τραπεζών και στην επίπτωση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων των τραπεζών σε αυτά.

Όσον αφορά στην εποπτεία των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης, η Τράπεζα της Ελλάδος με το Ν 3867/2010 (Φ.Ε.Κ. 128 /Α') ανέλαβε την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων υποκαθιστώντας, ως επί το πλείστον, στις αρμοδιότητές της, την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) του Υπουργείου Οικονομικών. H Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΔΕΙΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος είναι επιφορτισμένη με την άσκηση της χρηματοοικονομικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η ΔΕΙΑ καλύπτει τις επιτακτικές ανάγκες αναδιάρθρωσης της εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση και προσαρμογή με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 5

Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί η σημασία των τελευταίων εξελίξεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της διαχείρισης εναλλακτικών επενδύσεων με την έκδοση της οδηγίας “Alternative Investment Fund Manager’s Directive (“AIFMD”) 6, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το Ν 4209/2013 .

Οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων («OEE») αφορούν το σύνολο των επενδυτικών κεφαλαίων που δεν αποτελούν Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες («ΟΣΕΚΑ») 7 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (Ν 4099/2012 ), οποιασδήποτε μορφής (ανοικτού ή κλειστού τύπου, με συμβατική ή καταστατική μορφή) και ανεξαρτήτως των περιουσιακών στοιχείων στα οποία επενδύεται το ενεργητικό τους. Επομένως, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό δίκαιο, όλες οι συλλογικές επενδύσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εμπίπτουν είτε στην κατηγορία των ΟΣΕΚΑ είτε στην κατηγορία των ΟΕΕ.

Η Οδηγία AIFMD σκοπεύει να παρέχει μεγαλύτερη προστασία στους επενδυτές, διασφαλίζοντας την τακτική και εποικοδομητική ενημέρωσή τους ως προς τα εναλλακτικά επενδυτικά κεφάλαια στα οποία επενδύουν και την αναλυτική πληροφόρηση των ρυθμιστικών και εποπτικών φορέων για τους ΟΕΕ και τους διαχειριστές τους. Μία βασική αρχή που διέπει την Οδηγία AIFMD είναι ότι κάθε ΟΕΕ που αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας θα πρέπει να διαθέτει ένα συγκεκριμένο, ρυθμιζόμενο διαχειριστή εναλλακτικών επενδύσεων, υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την Οδηγία. Οι διαχειριστές των κεφαλαίων θα πρέπει να συνεκτιμούν και να αξιολογούν τους στρατηγικούς, φορολογικούς, λειτουργικούς και άλλους παράγοντες για την οντότητα που θα αναλάβει αποτελεσματικότερα τη διαχείριση των ΟΕΕ. Στις λειτουργίες που αναλαμβάνουν να επιτελέσουν οι διαχειριστές συμπεριλαμβάνονται η διαχείριση χαρτοφυλακίου (“portfolio management”) και κινδύνων (“risk management”).

3. Λειτουργική ανάλυση των χρηματοοικονομικών ενδοομιλικών συναλλαγών

Βασική προϋπόθεση της οικονομικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης της συμφωνίας των εκάστοτε χρηματοοικονομικών συναλλαγών με την αρχή των ίσων αποστάσεων και αναγκαίο προαπαιτούμενο αυτής αποτελεί η προηγούμενη διενέργεια λειτουργικής ανάλυσης, όπως αναφέρεται η ανάλυση του λειτουργικού προφίλ της κάθε ελεγχόμενης εταιρείας, δηλαδή η εξέταση των επιτελούμενων λειτουργιών, των αναλαμβανόμενων κινδύνων και των παγίων που χρησιμοποιούνται.

Σε ένα οικονομικό σύστημα διακρίνονται δύο κατηγορίες συμμετεχόντων: οι πλεονασματικές οικονομικές μονάδες (θετικοί αποταμιευτές) και οι ελλειμματικές οικονομικές μονάδες (αρνητικοί αποταμιευτές).

Θετικοί αποταμιευτές θεωρούνται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν ένα μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος σε ορισμένη χρονική περίοδο, αποταμιεύοντας το υπόλοιπο. Αρνητικοί αποταμιευτές θεωρούνται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν περισσότερο εισόδημα από αυτό που διαθέτουν για ορισμένη χρονική περίοδο.

Ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει ως κύριο αντικείμενο δραστηριότητας τη μεταφορά κεφαλαίων από τους θετικούς στους αρνητικούς αποταμιευτές, λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο ως διαμεσολαβητής. Σύμφωνα με τον ορισμό της Οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ορίζεται ως «η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό».

Η βασική λειτουργία μίας τράπεζας είναι η χορήγηση κεφαλαίων (lending and borrowing). Για να επιτευχθεί αυτή η λειτουργία, οι Τράπεζες απευθύνονται στην ευρύτερη αγορά, όπου δανείζουν και δανείζονται η μία από την άλλη. Η επίτευξη κέρδους προκύπτει από τη διαφορά στο επιτόκιο με το οποίο μία Τράπεζα δανείζεται (επιτόκιο χαμηλότερο) και στη συνέχεια δανείζει (επιτόκιο υψηλότερο).

Η τραπεζική δραστηριότητα βασίζεται κυρίως στην άντληση, διαχείριση και χορήγηση κεφαλαίων στην αγορά, συνεπώς κρίσιμη για την τραπεζική λειτουργία είναι η επάρκεια της ρευστότητας και των κεφαλαίων, η αποτελεσματική διαχείριση των διαθεσίμων, η γρήγορη άντληση κεφαλαίων με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος χρήματος και η χρηματοδότηση στην αγορά με επαρκές περιθώριο κέρδους. Το όλο κύκλωμα της άντλησης, διαχείρισης και χορήγησης χρήματος εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες, οι οικονομικοί κλάδοι στους οποίους απευθύνεται η εκάστοτε Τράπεζα, η τοπική νομοθεσία ειδικά όσον αφορά στις προϋποθέσεις και στους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, η επιχειρηματική στρατηγική και εφαρμοζόμενες πολιτικές και η εσωτερική οργάνωση, υποδομές και δίκτυα συνεργασίας της Τράπεζας.

Ιδιαιτέρως σημαντική λειτουργία στο πλαίσιο των τραπεζικών ομίλων αποτελεί, περαιτέρω, η διαχείριση των διαθεσίμων, η οποία συνήθως αναλαμβάνεται από το τμήμα “Treasury”. Η Διεύθυνση Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης της κάθε τραπεζικής εταιρείας είναι υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση και την εξασφάλιση της καθημερινής οικονομικής ρευστότητάς της. Συγκεκριμένα, είναι υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση της Τράπεζας, τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών της μέσων, την παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής επάρκειας των τραπεζικών ή μη, συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών, και των λοιπών συναφών λειτουργιών. Η λειτουργία του Treasury είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις τραπεζικές εταιρείες, αφού όλη η τραπεζική δραστηριότητα συνοψίζεται στην άντληση, διαχείριση και χορήγηση κεφαλαίων. Το Treasury καλύπτει τις δραστηριότητες αυτές παρακολουθώντας τα ενεργητικά και παθητικά στοιχεία της εκάστοτε Τράπεζας ή εταιρείας, αξιολογώντας τις ανάγκες ρευστότητας και κεφαλαίων, προϋπολογίζοντας και κατανέμοντας τα κεφάλαια στις επιμέρους δραστηριότητες και προϊόντα και εκτελώντας εν συνεχεία τις συναλλαγές στις εγχώριες και διεθνείς χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές (money markets, capital markets).

Περαιτέρω, μία επιπλέον σημαντική λειτουργία ενός τραπεζικού ομίλου συνίσταται στο σχεδιασμό των προϊόντων, που συνεπάγεται μια σύνθετη διαδικασία για την οποία απαιτείται η συνεργασία πολλών και ξεχωριστών τμημάτων της επιχείρησης. Η ανάπτυξη/σχεδιασμός των προϊόντων περιλαμβάνει τις διαδικασίες εντοπισμού της υπάρχουσας ανάγκης/επιχειρηματικής ευκαιρίας και σύλληψης ιδέας, σχεδιασμού και ανάλυσης ενός νέου προϊόντος, κατάρτισης πλάνου υλοποίησης και προετοιμασίας διάθεσης του νέου προϊόντος.

Σημαντική λειτουργία που επιτελείται ομοίως από εταιρείες-μέλη τραπεζικών ομίλων αποτελεί η έγκριση και παρακολούθηση της υλοποίησης και της αποτελεσματικότητας της στρατηγικής marketing και πωλήσεων που αποτελεί μέρος του γενικότερου επιχειρηματικού σχεδιασμού του ομίλου. Η προώθηση των προϊόντων των τραπεζών και των λοιπών συνδεδεμένων εταιρειών γίνεται κατά περίπτωση από τα δίκτυα διανομής του τραπεζικού ομίλου (δίκτυο καταστημάτων της Τράπεζας, τηλεφωνικά κέντρα, συνεργαζόμενοι αντιπρόσωποι/agents, δίκτυο θυγατρικών/υποκαταστημάτων) αλλά και δίκτυα διανομής εκτός ομίλου ή εναλλακτικά δίκτυα προώθησης προϊόντων (e-banking, phone banking, ΑΤΜ κλπ).

Η επιλογή των πελατών και η έγκριση των συναλλαγών πραγματοποιείται με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα εγκριτικά όρια και διαδικασίες, ενώ η παρακολούθηση και διαχείριση των συναλλαγών και εν γένει των πελατειακών σχέσεων των εταιρειών ενός τραπεζικού ομίλου συνήθως επιτελείται σε επίπεδο εταιρείας.

Πέραν των ως άνω λειτουργιών, λαμβάνουν χώρα και οι υποστηρικτικές λειτουργίες (νομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού κλπ) του εκάστοτε Ομίλου, οι οποίες συνίστανται πρωτίστως σε λειτουργίες κανονιστικής συμμόρφωσης, ιδίως υπό το πρίσμα της Sarbanes-Oxley Act που αφορά στην Αμερική, και την εφαρμογή των απαιτήσεων της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά και της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (anti-money laundering).

Ένας τραπεζικός όμιλος μέσω των τραπεζών και των θυγατρικών εταιρειών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δραστηριοποιείται στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα προσφέροντας, σε πολλές περιπτώσεις, παράλληλα με τις αμιγώς τραπεζικές υπηρεσίες και ασφαλιστικές υπηρεσίες, υπηρεσίες καταναλωτικής πίστης, διαχείρισης επενδυτικών προϊόντων κλπ. Απόρροια των παραπάνω είναι ο Όμιλος να εκτίθεται σε μια σειρά από χρηματοοικονομικούς κινδύνους, όπως είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος αγοράς, ο συναλλαγματικός κίνδυνος, ο κίνδυνος επιτοκίων, ο κίνδυνος ρευστότητας, καθώς και ο κίνδυνος εύλογης αξίας χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

Συγκεκριμένα, πιστωτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος οικονομικής ζημίας που σχετίζεται με την αθέτηση από τον οφειλέτη των συμβατικών υποχρεώσεών του προς την Τράπεζα ή θυγατρική της εταιρεία. Συνδέεται με τις εργασίες χορηγήσεων, καθώς και με άλλες εργασίες, στο πλαίσιο των οποίων η Τράπεζα εκτίθεται στον κίνδυνο αθέτησης από τους αντισυμβαλλόμενους των υποχρεώσεων τους. Η εν λόγω αθέτηση μπορεί να προκληθεί από διάφορες αιτίες, οι οποίες δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια από την Τράπεζα κατά το χρόνο σύναψης της σχετικής συναλλαγής. Επιπλέον, πιστωτικό κίνδυνο για τον Όμιλο, ενέχει και η υψηλή δανειακή έκθεσή του σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, κλάδους και γεωγραφικές περιοχές ή χώρες.

ʼλλος σημαντικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος χώρας ή επικράτειας (“country risk” ή “sovereign risk”), που αποτελεί ειδική έκφανση του πιστωτικού κινδύνου και αναφέρεται στην πιθανότητα επέλευσης αρνητικών και κυρίως απρόβλεπτων οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών συνθηκών στη χώρα εγκατάστασης του οφειλέτη, εμποδίζοντας την εξόφληση κεφαλαίων και τοκοχρεολυσίων σύμφωνα με τους προβλεπόμενους συμβατικούς όρους. Υπό το φως της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει χώρες, όπως η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ο εν λόγω κίνδυνος καθίσταται σαφής και έχει έντονο αντίκτυπο τόσο στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας και των εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε αυτή όσο και στους όρους των δανειακών συμβάσεων που συνάπτουν αυτές οι εταιρείες (ύψος επιτοκίου κ.λπ.).

Περαιτέρω, ένας τραπεζικός όμιλος εκτίθεται σε κινδύνους αγοράς και κινδύνους εύλογης αξίας χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, οι οποίοι προέρχονται από την μεταβολή της εύλογης αξίας (fair value) ενός χρηματοοικονομικού μεγέθους εξαιτίας των μεταβολών στις τιμές της αγοράς. Οι κίνδυνοι αγοράς προέρχονται από ανοιχτές θέσεις σε επιτόκια, νομίσματα και προϊόντα κεφαλαίου, εκ των οποίων όλα εκτίθενται σε γενικές και συγκεκριμένες μεταβολές της αγοράς καθώς και σε αλλαγές στο επίπεδο μεταβλητότητας των αγοραίων επιτοκίων ή των τιμών όπως επιτόκια, πιστωτικά περιθώρια, συναλλαγματικές ισοτιμίες και τιμές κεφαλαίων 8. Η εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργές αγορές, προσδιορίζεται με τη χρήση τεχνικών αποτίμησης και παραδοχών που στηρίζονται σε δεδομένα της αγοράς κατά την ημερομηνία του ισολογισμού. Τρόποι μείωσης της έκθεσης των ομίλων στον εν λόγω κίνδυνο αποτελεί η χρήση παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Πέραν των ως άνω, ένας τραπεζικός όμιλος συνήθως εκτίθεται σε συναλλαγματικό κίνδυνο, τον οποίο, ωστόσο, φέρουν συχνά και εμπορικές εταιρείες, οι οποίες πραγματοποιούν ενδοομιλικές συναλλαγές σε διαφορετικό νόμισμα. Συναλλαγματικός είναι ο κίνδυνος διακύμανσης της αξίας των χρηματοοικονομικών μέσων και στοιχείων τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού λόγω μεταβολών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ο συναλλαγματικός κίνδυνος από συναλλαγές σε ξένο νόμισμα πηγάζει από μια ανοιχτή θέση, θετική ή αρνητική, η οποία εκθέτει τον εκάστοτε Όμιλο σε μεταβολές στις συναλλαγματικές τιμές των νομισμάτων. Ο εν λόγω κίνδυνος προκύπτει όταν διατηρούνται στοιχεία ενεργητικού σε ένα νόμισμα, χρηματοδοτούμενα από στοιχεία παθητικού σε άλλο νόμισμα, ή από συμβάσεις άμεσης ή προθεσμιακής παράδοσης συναλλάγματος, είτε ακόμα από παράγωγα συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαιρέσεων. Επιπρόσθετα ο κίνδυνος προκύπτει από την καθαρή θέση των εξαρτημένων εταιρειών και υποκαταστημάτων του Ομίλου που έχουν νόμισμα αποτίμησης εκτός ευρώ.

Κίνδυνος επιτοκίων είναι ο κίνδυνος αρνητικής επίπτωσης στη χρηματοοικονομική θέση ενός Ομίλου λόγω της έκθεσής του σε μεταβολές στις αγορές επιτοκίων. Ο παράγοντας αυτός είναι σημαντικός για τη δραστηριότητα του Ομίλου καθότι οι μεταβολές στα επιτόκια δύναται να συνεισφέρουν από πολύ θετικά έως και πολύ αρνητικά στην κερδοφορία αλλά και τη γενικότερη χρηματοοικονομική θέση του. Ο κίνδυνος επιτοκίων προέρχεται κυρίως από τις δραστηριότητες στη λιανική τραπεζική και από βραχυπρόθεσμα ταμειακά υπόλοιπα, δάνεια προς τις θυγατρικές, μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά στοιχεία και από χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και συνήθως καλύπτεται στη διατραπεζική αγορά.

Σημαντικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν τραπεζικοί όμιλοι και γενικότερα πολυεθνικές εταιρείες που διενεργούν ενδοομιλικές συναλλαγές είναι και ο κίνδυνος ρευστότητας (“liquidity risk”). Ο κίνδυνος ρευστότητας συνδέεται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που προκύπτει από αναντιστοιχία στις περιόδους λήξης μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Ο κίνδυνος ρευστότητας αναφέρεται στην ενδεχόμενη αδυναμία του Ομίλου να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του, όταν αυτές καταστούν απαιτητές λόγω ανεπαρκούς ρευστότητας. Επίσης, ο εν λόγω κίνδυνος συνδέεται και με την πιθανότητα ρευστοποίησης στοιχείων του ενεργητικού σε μη συμφέρουσες τιμές, με συνέπεια τη μείωση της αξίας των θέσεων του Ομίλου. Η ενίσχυση της ρευστότητας μιας τράπεζας μπορεί να πηγάζει κυρίως από τις καταθέσεις των πελατών και σε μικρότερο βαθμό από το διατραπεζικό δανεισμό. Παράλληλα, μπορεί να πηγάζει από μία σταθερή και συγχρόνως διαφοροποιημένη βάση χρηματοδότησης, η οποία ενισχύεται από χονδρικές χρηματοδοτήσεις (“wholesale funding”) και διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια υψηλής ρευστότητας.

Επιπλέον κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένας τραπεζικός όμιλος, οι οποίοι δε σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο δραστηριότητας αλλά με τις ιδιαιτερότητες λειτουργίας του ίδιου του ομίλου είναι ο κίνδυνος απάτης και άλλης μορφής παράνομων δραστηριοτήτων, ο κίνδυνος αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο κίνδυνος υποβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους (Fitch, Standard and Poor’s, Moody’s), ο οποίος προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις με ποικίλες αρνητικές συνέπειες, ο κίνδυνος διακυμάνσεων των αγορών και ο κίνδυνος βλάβης, διακοπής ή παραβίασης της ασφαλείας των συστημάτων πληροφορικής της τράπεζας. Επίσης, σημαντικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος φήμης, δεδομένου ότι η διαφύλαξη της φήμης ενός τραπεζικού Ομίλου είναι μέγιστης σημασίας, για την συνέχιση της ευημερίας και ανάπτυξής του, την ενίσχυση της αξιοπιστίας του και της εμπιστοσύνης του κοινού καθώς από την φήμη του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η προσέλκυση πελατών.

4. Η οικονομική ανάλυση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών από την άποψη του transfer pricing

Για την πραγματοποίηση της οικονομικής ανάλυσης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα πρέπει πρωτίστως να αναλυθεί συνοπτικά η φύση των κυριότερων κατηγοριών των συναλλαγών αυτών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ακολούθως, σειρά έχει η τεκμηρίωση της συμφωνίας τους με την αρχή των ίσων αποστάσεων, δηλαδή η απόδειξη ότι διενεργούνται με όρους ελεύθερης αγοράς, σύμφωνα με την υποδεικνυόμενη από τον ΟΟΣΑ μεθοδολογία. Η παρούσα ενότητα ακολουθεί τη συγκεκριμένη αυτή δομή, καταλήγοντας σε κάποιες παρατηρήσεις που άπτονται του ζητήματος της τεκμηρίωσης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

4.1. Φύση και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικών συναλλαγών

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες χρηματοοικονομικών συναλλαγών που χρήζουν τεκμηρίωσης για σκοπούς transfer pricing όταν διεξάγονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών. Οι συναλλαγές αυτές είτε αφορούν στη βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των τραπεζών και εν γένει πιστωτικών ιδρυμάτων (π.χ. ενδοομιλικά δάνεια, αλληλόχρεοι λογαριασμοί, καταθέσεις, αγοραπωλησίες ομολόγων, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, λογαριασμοί ανταποκριτών (Nostro/Vostro Accounts), προμήθειες αγοροπωλησίας χρηματοοικονομικών προϊόντων και ομολόγων, διαμεσολάβησης, διάθεσης Αμοιβαίων Κεφαλαίων, εκκαθάρισης συναλλαγών στο Χρηματιστήριο) είτε εμπίπτουν στη γενικότερη κατηγορία υπηρεσιών που παρέχονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών στο πλαίσιο πολυεθνικών ομίλων (εκτιμήσεις ακινήτων, δανεισμούς προσωπικού, προώθηση και διάθεση υπηρεσιών, ασφαλίσεις και υπηρεσίες τεχνικής/μηχανογραφικής υποστήριξης, υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου και συμμόρφωσης).

Να σημειωθεί ότι αντικείμενο τεκμηρίωσης αποτελούν και οι συναλλαγές μεταξύ κεντρικού και υποκαταστήματος, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί transfer pricing, παρά το γεγονός ότι από νομική άποψη, το κεντρικό και το υποκατάστημα δεν θεωρείται ότι έχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, αλλά θεωρούνται μία νομική οντότητα. Σύμφωνα με το Μοντέλο Σύμβασης του ΟΟΣΑ αλλά και τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ περί ενδοομιλικής τιμολόγησης, έχει υιοθετηθεί η λεγόμενη “Authorised OECD Approach” ή, όπως έχει διεθνώς επικρατήσει ο όρος από τα αρχικά των παραπάνω λέξεων “AOA”, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 9 του Μοντέλου Σύμβασης, το οποίο αναφέρεται στις συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων εφαρμόζεται αναλογικά και στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ κεντρικού καταστήματος και υποκαταστήματος, σύμφωνα με ένα πλάσμα δικαίου ή “fiction”, ότι το κεντρικό και το υποκατάστημα θεωρούνται ειδικά για τους σκοπούς του transfer pricing ως δύο διαφορετικές, ξεχωριστές νομικές οντότητες. Το γεγονός αυτό έχει ευρεία εφαρμογή στην περίπτωση των τραπεζικών ομίλων, δεδομένου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα επιλέγουν να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες όχι με τη νομική μορφή της θυγατρικής εταιρείας, αλλά μέσω της ίδρυσης υποκαταστημάτων. Διευκρινίζεται, επομένως, ότι και αυτή η κατηγορία ενδοομιλικών συναλλαγών χρήζει τεκμηρίωσης, εφόσον πληροί τις λοιπές εκ του νόμου τιθέμενες προϋποθέσεις.

Η πλειοψηφία των ως άνω αναφερόμενων χρηματοοικονομικών συναλλαγών παρουσιάζουν, ως εκ της φύσεώς τους, αρκετές ιδιομορφίες. Στην παρούσα ενότητα, θα αναλυθούν εν συντομία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των βασικότερων κατηγοριών χρηματοοικονομικών συναλλαγών, προκειμένου να αποσαφηνισθεί η οικονομική τους λειτουργία. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η απαρίθμησή τους είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική.

Δανειοδοτήσεις

Οι δανειοδοτήσεις περιλαμβάνουν βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα δάνεια, ομολογιακά δάνεια, διατραπεζικές τοποθετήσεις/καταθέσεις (money market), γραμμές ρευστότητας (liquidity lines), παροχή πιστωτικών ορίων, δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, ανακυκλούμενες πιστώσεις (revolving facility) κ.λπ. Τα επιτόκια διαμορφώνονται, αφού ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής (ύψος κεφαλαίου, διάρκεια, εξασφαλίσεις, τυχόν ειδικοί όροι), πιστοληπτική ικανότητα (credit rating) της θυγατρικής/συνδεδεμένης, κίνδυνοι χώρας στην οποία δραστηριοποιείται η θυγατρική/συνδεδεμένη, ειδικές οικονομικές συνθήκες και επιχειρηματικές στρατηγικές.

Διατραπεζικοί δανεισμοί/τοποθετήσεις (Money Market)

Για τα δάνεια/πιστώσεις που χορηγεί στους πελάτες της, η εκάστοτε τράπεζα αναζητά συνήθως κεφάλαια ενδοομιλικά από την διατραπεζική αγορά. Η διατραπεζική χορήγηση κεφαλαίων λαμβάνει τη μορφή δανεισμού και ακολουθούνται οι σχετικές διαδικασίες διατραπεζικής κίνησης κεφαλαίων.

Ο διατραπεζικές καταθέσεις εκατέρωθεν γίνονται μέσω λογαριασμών nostrο, οι οποίοι τηρούνται είτε σε διάφορες επιμέρους τράπεζες ενός Ομίλου, ανάλογα με το νόμισμα αναφοράς είτε σε τρίτες ανεξάρτητες τράπεζες.

Οι καταθέσεις συνήθως πραγματοποιούνται με βάση τα διατραπεζικά επιτόκια αγοράς Eonia (“Euro Overnight Index Average”), Euribor και Libor (Ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά και διατραπεζική αγορά του Λονδίνου) τα οποία ισχύουν για όλες τις τράπεζες που απευθύνονται στις συγκεκριμένες διατραπεζικές αγορές προς δανεισμό.

Cash Pooling (Συγκέντρωση Ρευστότητας)

Το cash pooling είναι μια μέθοδος για τη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων ενός πολυεθνικού Ομίλου με ένα κεντροποιημένο τρόπο. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής αποφεύγεται ο δανεισμός των θυγατρικών από τρίτα μέρη με όρους που δεν είναι ευνοϊκοί, τη στιγμή που υπάρχουν άλλες θυγατρικές του Ομίλου που διαθέτουν πλεόνασμα ταμειακών διαθεσίμων. Στην περίπτωση αυτή, η πρακτική του cash pooling επιτρέπει στη εταιρεία η οποία έχει ανάγκη ρευστότητας να χρησιμοποιήσει χρηματικά διαθέσιμα της θυγατρικής ή συνδεδεμένης εταιρείας που διαθέτει πλεόνασμα μετρητών, συγκεντρώνοντας τα χρηματικά διαθέσιμα του Ομίλου σε μία εταιρεία. Με αυτόν τον τρόπο οι εταιρείες μπορούν να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους επιτοκίων συγκριτικά με τρίτες τράπεζες και οι Όμιλοι μπορούν να μειώνουν στο ελάχιστο την επιβάρυνσή τους με τόκους και / ή να μεγιστοποιούν το έσοδό τους από τόκους ανάλογα.

Τα κύρια είδη cash pooling είναι δύο: το zero balancing («μηδενικό» cash pooling) ή physical cash pooling και το notional cash pooling («πλασματικό» cash pooling), όπως είναι ευρέως γνωστά στη διεθνή βιβλιογραφία.

Στην περίπτωση του zero balancing, όλοι οι τοπικοί λογαριασμοί εξισορροπούνται σε μηδενικό υπόλοιπο σε τακτική βάση (αρχικά σε καθημερινή βάση). Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του είδους του cash pool είναι ότι όλα τα χρηματικά διαθέσιμα από τους τοπικούς λογαριασμούς των συμμετεχόντων συγκεντρώνονται σε ένα κύριο-συγκεντρωτικό λογαριασμό τον οποίο διατηρεί ο pool leader, ενώ μεταξύ των εταιρειών που συμμετέχουν στο cash pool και του cash pool leader προκύπτουν ενδοομιλικές απαιτήσεις/υποχρεώσεις από τις οποίες θα οφείλονται ενδοομιλικοί τόκοι. Στην περίπτωση που ο κύριος λογαριασμός έχει θετικό υπόλοιπο, ο cash pool leader θα πρέπει να επενδύσει αυτό το πλεόνασμα (π.χ. μέσω ενός τρέχοντος λογαριασμού, μέσω ξεχωριστής βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης κλπ). Στην αντίθετη περίπτωση της ύπαρξης αρνητικού υπολοίπου, ο cash pool leader θα πρέπει να ψάξει για κεφάλαια προκείμενου να αντισταθμίσει αυτό το έλλειμμα (π.χ. μέσω δικών του κεφαλαίων, μακροπρόθεσμων ή βραχυπρόθεσμων δανείων κ.λπ).

Η κύρια διαφορά μεταξύ του physical/zero balancing και του notional cash pool είναι ότι στο τελευταίο δεν πραγματοποιείται φυσική (πραγματική) μεταφορά κεφαλαίων. Τα υπόλοιπα όλων των χρησιμοποιούμενων λογαριασμών συμψηφίζονται για τον υπολογισμό του πληρωτέου και εισπρακτέου τόκου και, ως εκ τούτου, οι επιμέρους λογαριασμοί αντιμετωπίζονται πλασματικά ως ένας. Στην περίπτωση αυτή, ο συνολικός τόκος πληρώνεται ή εισπράττεται με βάση το υπόλοιπο ενός λογαριασμού, ο οποίος ανήκει στον pool leader, ενώ δεν εμφανίζονται διεταιρικές υποχρεώσεις ή απαιτήσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες στο cash pool και τον cash pool leader.

Ένα τέτοιο σύστημα έχει πολυάριθμα πλεονεκτήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η συγκέντρωση της ρευστότητας του Ομίλου, η καλύτερη διαχείριση των πλεονασματικών ταμειακών διαθεσίμων και των επενδύσεων, η μεγιστοποίηση των εσόδων από τόκους και ελαχιστοποίηση των δαπανών για τόκους, η μείωση των χρηματοοικονομικών δαπανών μέσω της κάλυψης σε μετρητά των απαιτήσεων των συμβαλλομένων σε περίπτωση αρνητικής ταμειακής θέσεως με τα ταμειακά πλεονάσματα άλλων συμβαλλομένων, η παροχή βελτιωμένων χρηματοδοτικών όρων και εγγυημένων πηγών χρηματοδότησης για τις θυγατρικές εταιρείες. Περαιτέρω πλεονεκτήματα αποτελούν η μείωση των συναλλαγματικών κινδύνων των θυγατρικών και του Ομίλου και/ή των δαπανών κάλυψης συναλλαγματικών κινδύνων και η απλούστευση της διαχείρισης των κεφαλαίων των θυγατρικών.

To cash pooling για την τεκμηρίωσή του με βάση τη νομοθεσία περί transfer pricing θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ένα σύνολο διαφορετικών συναλλαγών, καθεμία των οποίων προσεγγίζεται με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετική κατηγορία συγκριτικών στοιχείων.

Παράγωγα Χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives)

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι προθεσμιακές συμφωνίες (forwards), οι συμφωνίες ανταλλαγών (swaps), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και τα δικαιώματα προαίρεσης (options). Ειδικότερα, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα αποτελούν οι συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων (Interest Rate Swaps – “IRS”), οι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων (FX swaps), τα ειδικού τύπου παράγωγα (Caps & Floors) και οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές συναλλάγματος (FX OTC options) μεταξύ των συνδεδεμένων εταιρειών. Οι εν λόγω συναλλαγές πραγματοποιούνται συνηθέστερα με σκοπό την αντιστάθμιση των κινδύνων (hedging) και όχι με σκοπό την κερδοφορία (speculation).

Μία βασική διάκριση των διαφόρων επιμέρους τύπων χρηματοοικονομικών προϊόντων είναι η διάκριση μεταξύ α) των λεγόμενων “flow products”, ήτοι χρηματοοικονομικών προϊόντων γενικώς εμπορεύσιμων, των οποίων ο όγκος και η τιμή βρίσκονται σε συνεχή μεταβολή, β) των “intermediate products”, ήτοι χρηματοοικονομικών προϊόντων λιγότερο ρευστοποιήσιμων σε σχέση με τα flow products, τα οποία παρουσιάζουν ευρεία εξάπλωση και διακρίνονται για την πολυδιάστατη τιμολόγησή τους και γ) των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, που παρουσιάζουν περισσότερες ιδιαιτερότητες και από τις δύο ως άνω κατηγορίες και χαρακτηρίζονται από την πολυσύνθετη φύση τους και την ιδιαίτερα πολύπλοκη λειτουργία τους. Τα τελευταία αυτά προϊόντα συνήθως προσφέρονται κατόπιν παραγγελίας και συνεπάγονται υψηλότερες χρεώσεις, δεδομένου ότι απαιτούν περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις για την προώθησή τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα flow products αποτελούν τα εταιρικά και κρατικά ομόλογα και οι συναλλαγές FX Spots και intermediate products τα CDS 9 και τα FX Options. Στην κατηγορία των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων συναντάμε τα Synthetic CDOs 10, τα Swap Options 11 και τα Bond Options 12.

Ειδικότερα, οι συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων (swaps) αποτελούν συμφωνίες μεταξύ δύο συμβαλλομένων για ανταλλαγή μελλοντικών χρηματορροών (legs) με τρόπο που έχουν προκαθορίσει μεταξύ τους. Στις υπάρχουσες βασικές κατηγορίες swap συγκαταλέγονται οι συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων (Ιnterest Rates Swaps), νομισμάτων (currency swap), εμπορευμάτων (commodities swap) και μετοχών (equity swap).

Οι πράξεις σε Interest Rate Swaps (IRS) αποσκοπούν στην προστασία μίας θέσης στην υποκείμενη αγορά από τον κίνδυνο των επιτοκίων μεμονωμένων πελατειακών προϊόντων ή ακόμη και ολόκληρου του χαρτοφυλακίου πελατειακών προϊόντων (π.χ. μετατροπή δανείων μεταβαλλόμενου επιτοκίου σε σταθερό), με τη χρησιμοποίηση μίας αντίθετης θέσης στην αγορά των παραγώγων. Μέσω της αντίθετης θέσης σε μια σύμβαση ανταλλαγής επιτοκίων (IRS), παρέχεται η δυνατότητα αντιστάθμισης (hedging) του επιτοκιακού κινδύνου του χαρτοφυλακίου των πελατειακών προϊόντων, από μια αντίθετη κίνηση της αγοράς ή από τη συμφωνημένη μεταβολή των όρων υπολογισμού του επιτοκίου σε ορισμένο χρόνο.

Περαιτέρω, οι πράξεις συναλλάγματος είναι διμερείς συμφωνίες, με τις οποίες τα αντισυμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται συμβατικά για την ανταλλαγή ποσού ενός νομίσματος έναντι ποσού κάποιου άλλου νομίσματος με μια προσυμφωνημένη ισοτιμία σε μία μελλοντική ημερομηνία. Οι συναλλαγές για τη μετατροπή συναλλάγματος πραγματοποιούνται συχνά μεταξύ των συνδεδεμένων εταιρειών τραπεζικών, κατά κανόνα, ομίλων. Η αξία της συναλλαγής προσδιορίζεται από την τιμή του εκάστοτε νομίσματος κατά την στιγμή της πώλησης, όπως αυτή καθορίζεται στην διατραπεζική αγορά.

Αν η διεκπεραίωση μίας συναλλαγματικής πράξης γίνεται δύο εργάσιμες ημέρες μετά τη συμφωνία, ήτοι με ημερομηνία αξίας spot, τα συμβόλαια συναλλάγματος ονομάζονται συναλλαγματικές πράξεις όψεως (FX Spot). Οι εργάσιμες ημέρες μπορεί να κυμαίνονται από δύο έως έξι σε περιπτώσεις είτε όταν μεσολαβούν μη εργάσιμες ημερομηνίες είτε κατόπιν ειδικής συμφωνίας.

Οι spot πράξεις αγοραπωλησιών συναλλάγματος είναι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων μεταξύ των δύο συμβαλλομένων. Η διαμόρφωση των ισοτιμιών των νομισμάτων σε σύστημα ελεύθερης διακύμανσης γίνεται με βάση την προσφορά και τη ζήτηση κάθε νομίσματος στη διεθνή διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η προσφορά και η ζήτηση διαμορφώνονται από μεγάλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (market makers), οι οποίοι «δημοσιεύουν» σε ηλεκτρονικά συστήματα (π.χ. Reuters, Bloomberg) την τιμή στην οποία είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν (Bid rate) ή να πουλήσουν κάποιο νόμισμα έναντι άλλου (ask ή offer rate). Τα συστήματα αυτά (dealing rooms) είναι εγκατεστημένα και παρακολουθούνται συνεχώς από εξειδικευμένους διαπραγματευτές (dealers). Οι συναλλαγές είναι μεγάλου ύψους και γίνονται άμεσα, μέσω συγκεκριμένων ηλεκτρονικών συστημάτων.

Αν η διεκπεραίωση μίας συναλλαγματικής πράξης γίνεται σε περισσότερες από δύο εργάσιμες ημέρες μετά τη συμφωνία, τότε τα συμβόλαια συναλλάγματος ονομάζονται προθεσμιακά (FX forwards). Τα FX Forwards δίνουν την δυνατότητα στα αντισυμβαλλόμενα μέρη να «κλειδώσουν» μια συγκεκριμένη ισοτιμία. Για το λόγο αυτό, αποτελούν τη συνηθέστερη μέθοδο κάλυψης και αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου που συνδέεται με ένα μεμονωμένο πελατειακό προϊόν ή με ένα χαρτοφυλάκιο προϊόντων.

Σε κάθε περίπτωση όταν ένας τρίτος πελάτης συνάπτει μια συναλλαγή σε FX Forward με μία τράπεζα, η τελευταία συνάπτει την ίδια αντίθετη συναλλαγή με συνδεδεμένη της. Με αλλά λόγια, όταν η τράπεζα προβαίνει σε συμφωνία με έναν πελάτη του για ανταλλαγή νομισμάτων σε συγκεκριμένη ισοτιμία και σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο μέλλον, την ίδια στιγμή προβαίνει στην αντίθετη συναλλαγή με ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με συνδεδεμένη της. Η διάρκεια των εν λόγω συναλλαγών κυμαίνεται από μία ημέρα ή λίγες ημέρες, μέχρι και πάνω από έναν χρόνο. Στο σύνολό τους, οι ενδοομιλικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε FX Forwards, έχουν ως σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων συναλλαγών με τους πελάτες της συγκεκριμένης τράπεζας.

Πέραν των ως άνω, στην κατηγορία των σύνθετων επενδυτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων περιλαμβάνονται τα Dual Currency Deposit καθώς επίσης και προϊόντα τύπου Structured Deposit.

To προϊόν Dual Currency Deposit ή Dual Currency Instrument, όπως είναι επίσης γνωστό, είναι ένα παράγωγο, χρηματοοικονομικό, επενδυτικό προϊόν, το οποίο συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας κατάθεσης money market με ένα δικαίωμα προαίρεσης συναλλάγματος (“currency option”) για την παροχή μεγαλύτερης απόδοσης από την ήδη διαθέσιμη για μία συγκεκριμένη κατάθεση. Η απόδοση του προϊόντος αυτού εξαρτάται από τη διάρκεια της προθεσμιακής κατάθεσης και την μεταβολή στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των αντισυμβαλλομένων. Συγκεκριμένα, ένας πελάτης προβαίνει σε προθεσμιακή κατάθεση σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα (π.χ. Αμερικάνικο Δολάριο) με τον όρο ότι αν η ισοτιμία του νομίσματος στο οποίο γίνεται η κατάθεση με ένα δεύτερο νόμισμα (π.χ. Ευρώ) ξεπεράσει μία συγκεκριμένη τιμή (Strike Price), το ποσό της κατάθεσης θα μετατραπεί στο δεύτερο νόμισμα με βάση την τιμή Strike. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για μία κατάθεση συνδεδεμένη με ένα ξένο νόμισμα, στην οποία το κεφάλαιο μπορεί να αποπληρωθεί μετά τη μετατροπή του στο άλλο νόμισμα στην τιμή strike κατά τη λήξη του με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία (τιμή spot).

Η διαφορά μεταξύ των απλών προθεσμιακών καταθέσεων και των Dual Currencies Deposits έγκειται στο γεγονός ότι οι δεύτερες ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ως προς τη μετατροπή του νομίσματος της αρχικής κατάθεσης σε άλλο νόμισμα, ο οποίος κίνδυνος συνοδεύεται από μεγαλύτερα επιτόκια.

Παρεμφερή είναι και τα Dual Currency Deposit Options (“DCD Options”) τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Dual Currency Deposits και αντιπροσωπεύουν δικαιώματα προαίρεσης ως προς τη μετατροπή του ποσού της εκάστοτε κατάθεσης στο δεύτερο νόμισμα όταν η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ξεπεράσει μία συγκεκριμένη τιμή.

Τα προϊόντα τύπου Structured Deposits συνδυάζουν χαρακτηριστικά κατάθεσης και επενδυτικού προϊόντος. Πρόκειται για προθεσμιακές καταθέσεις με μεγάλη διάρκεια (συνήθως 3-5 χρόνια) στις οποίες εφαρμόζεται αρχικά μηδενικό επιτόκιο. Η απόδοση ενός τέτοιου τύπου προϊόντος (οι τόκοι τους οποίους θα εισπράξει ο καταθέτης) εξαρτάται από την απόδοση είτε ενός υποκείμενου χρηματοοικονομικού δείκτη (π.χ. FTSE 20) είτε ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος ή συγκριτικού στοιχείου (π.χ. equity basket). Τέτοιου τύπου χρηματοοικονομικοί δείκτες ή προϊόντα μπορούν να αποτελέσουν δείκτες αγοράς, μετοχές, δείκτες επιτοκίων, ομόλογα ή άλλοι τίτλοι σταθερού εισοδήματος, συναλλαγματικές ισοτιμίες ή συνδυασμός όλων αυτών. Η διαφορά των προϊόντων Structured Deposits σε σχέση με τις απλές καταθέσεις είναι ότι οι πρώτες συνεπάγονται υψηλότερες αποδόσεις αλλά και μεγαλύτερους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου μικρότερης απόδοσης από την αναμενόμενη. Το ύψους της απόδοσης ενός προϊόντος τύπου Structured Deposit εξαρτάται από το υποκείμενο χρηματοοικονομικό προϊόν.

Το πλέον σύνηθες είναι τόσο τα προϊόντα τύπου Structured Deposits όσο και τα προϊόντα τύπου Dual Currencies Deposits να είναι στο σύνολο τους ίδιας φύσης back to back συναλλαγές, οι οποίες συνάπτονται και με τρίτους ανεξάρτητους πελάτες. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση οι εν λόγω συναλλαγές δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των συγκεκριμένων συναλλαγών.

Τιτλοποιήσεις Απαιτήσεων

Στα πλαίσια των τραπεζικών ομίλων πραγματοποιούνται συχνά τιτλοποιήσεις απαιτήσεων τραπεζικών εταιρειών του ομίλου (“securitization”) με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει σε κάθε χώρα που αυτές είναι εγκατεστημένες. Στην Ελλάδα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 10-20 του Ν. 3156/2003 και πραγματοποιείται δια της πώλησης των απαιτήσεων προς εταιρεία ειδικού σκοπού (“Special Purpose Vehicle” ή “SPV”), η οποία είναι χωριστή για κάθε τιτλοποίηση. Ο σκοπός της τιτλοποίησης είναι η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές με εξασφάλιση επί του χαρτοφυλακίου απαιτήσεων που έχει εκχωρηθεί προς την εταιρεία ειδικού σκοπού. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τέτοιου τύπου συναλλαγές ανταποκρίνονται εκ προοιμίου στους όρους της αγοράς και είναι εκ των πραγμάτων σύμφωνες με την αρχή των ίσων αποστάσεων.

Υπηρεσίες θεματοφυλακής και εκκαθάρισης συναλλαγών

Συνήθεις υπηρεσίες θεματοφυλακής, οι οποίες παρέχονται στα πλαίσια τραπεζικών ομίλων περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, φύλαξη χρεογράφων, επενδύσεων, χρηματοοικονομικών εργαλείων ή οτιδήποτε άλλο σχετικό ανήκει στον εκάστοτε καταθέτη, διατήρηση των χρηματικών διαθέσιμων του καταθέτη σε τραπεζικούς λογαριασμούς όψεως και διάθεση και εξόφληση τίτλων. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι υπηρεσίες θεματοφυλακής αμοιβαίων κεφαλαίων, στις οποίες περιλαμβάνονται η τήρηση και παρακολούθηση στοιχείων ενεργητικού αμοιβαίων κεφαλαίων.

Οι αμοιβές και οι προμήθειες που εισπράττει μία τράπεζα (αμοιβή θεματοφυλακής, αμοιβή φύλαξης, κ.λπ.) για την παροχή των υπηρεσιών θεματοφυλακής αμοιβαίων κεφαλαίων, για παράδειγμα, βαρύνουν τα ίδια τα αμοιβαία κεφάλαια και αφαιρούνται από το ενεργητικό τους. Δηλαδή, επί της ουσίας οι προμήθειες, οι οποίες καταβάλλονται στην τράπεζα, βαρύνουν τους μεριδιούχους των αμοιβαίων κεφαλαίων, δηλαδή το τρίτο ανεξάρτητο μέρος και ως εκ τούτου διαμορφώνονται με βάση τις συνθήκες της αγοράς.

Επίσης, κατηγορία υπηρεσιών θεματοφυλακής αποτελεί η παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου κινητών αξιών (portfolio management). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται υπηρεσίες ανοίγματος λογαριασμών τίτλων και χρηματικών εκκαθαρίσεων, αγοραπωλησίες και εν γένει συναλλαγές επί κινητών αξιών, εκκαθάρισης συναλλαγών, κίνησης λογαριασμών, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών και φύλαξης κινητών αξιών.

Συνήθως, η αμοιβή για τις υπηρεσίες θεματοφυλακής (custody fee) καθορίζεται επί της αξίας του χαρτοφυλακίου, ενώ ενδέχεται να υπάρχει ξεχωριστή χρέωση και για την εκτέλεση συναλλαγών (transaction fee). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, για τον υπολογισμό των σχετικών χρεώσεων υπάρχει τιμοκατάλογος ανά ειδικότερη κατηγορία υπηρεσίας και προϊόντος, ο οποίος, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα τόσο μεταξύ συνδεδεμένων όσο και τρίτων μερών.

Υπηρεσίες μηχανογραφικής υποστήριξης

Βασική κατηγορία υπηρεσιών που παρέχονται συχνά σε ενδοομιλικό επίπεδο μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα είναι οι υπηρεσίες μηχανογραφικής υποστήριξης. Πρόκειται για υπηρεσίες υποστήριξης του τμήματος Treasury σε ζητήματα τόσο λειτουργικά όσο και χρηματοοικονομικά, σε υπηρεσίες εκκαθαρίσεων και διακανονισμών, επεξεργασίας και διαχείρισης συναλλαγών πιστωτικών καρτών και διαφόρων επιμέρους δεδομένων και ελεγκτικών υπηρεσιών, καθώς επίσης και στην εν γένει μηχανογραφική υποστήριξη των συνδεδεμένων εταιρειών. Η σημασία της κατηγορίας αυτής υπηρεσιών αναφαίνεται ιδίως υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων στο πλαίσιο των κανονιστικών επιταγών της Βασιλείας ΙΙΙ, για την προσαρμογή στις οποίες απαιτείται αναβάθμιση στα συστήματα μηχανογράφησης και μηχανοργάνωσης και τις σχετικές υποδομές, προκειμένου τα τραπεζικά ιδρύματα να ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων.

Μία άλλη πρόσφατη εξέλιξη, η οποία καθιστά τις υπηρεσίες μηχανογράφησης μία ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία υπηρεσιών είναι η υιοθέτηση του FATCA 13, ήτοι του Νόμου περί Φορολογικής Συμμόρφωσης Ξένων Λογαριασμών. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που ανακύπτουν από το νόμο αυτό για τους πολυεθνικούς τραπεζικούς ομίλους, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ομοίως τα συστήματα μηχανογράφησης και οι σχετικές υπηρεσίες.

Στις περιπτώσεις αυτές, αναμένεται ένα εύλογο περιθώριο κέρδους επί του συνολικού κόστους για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Μάλιστα, λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να υπάρχουν εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία για την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας, δεδομένου ότι αυτή θα παρέχεται μόνο ενδοομιλικά, η προσέγγιση που μπορεί να ακολουθηθεί για την τεκμηρίωση της κερδοφορίας είναι η διενέργεια συγκριτικής μελέτης για την ανεύρεση ανεξάρτητων παρόχων υπηρεσιών μηχανογράφησης.

Πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (Factoring)

Συνήθης τραπεζική δραστηριότητα είναι και η παροχή υπηρεσιών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (Factoring). Πρόκειται, ουσιαστικά, για προεξόφληση από ένα τραπεζικό ίδρυμα στους πελάτες του απαιτήσεων που εκείνοι έχουν από τρίτους (π.χ. επιταγές, συναλλαγματικές) (με ένα discount factor), με συνακόλουθη εκχώρηση σε αυτό των εν λόγω απαιτήσεων. Είναι, μάλιστα, σύνηθες μία συνδεδεμένη εταιρεία να έχει αναλάβει, έναντι προμήθειας ίσης με το ποσοστό επί του ποσού της συνολικής απαίτησης, το ρόλο της διαμεσολάβησης για την είσπραξη των απαιτήσεων που απορρέουν από την παροχή υπηρεσιών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, όταν προέρχονται από πρόσωπα εβρισκόμενα εκτός Ελλάδας. Η εν λόγω προμήθεια διαμεσολάβησης, ως ενδοομιλική συναλλαγή, αποτελεί ομοίως αντικείμενο τεκμηρίωσης.

Υπηρεσίες ασφάλισης και αντασφάλισης και υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

Κρίνεται, στο σημείο αυτό, σκόπιμο να αναλυθούν και κάποιες επιμέρους κατηγορίες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες εντοπίζονται ως επί το πλείστον στον ασφαλιστικό κλάδο και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ιδιομορφίες. Πρόκειται αφενός για τις υπηρεσίες ασφάλισης (insurance) και αντασφάλισης (reinsurance) και αφετέρου για υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management), όσον αφορά στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ειδικότερα.

Ως «ασφάλιση» ορίζεται η διαδικασία, κατά την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (ο ασφαλιστής) συμφωνεί, έναντι αμοιβής που καλείται «ασφάλιστρο» (premium) να αποζημιώνει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος (τον ασφαλισμένο) για ένα συγκεκριμένο κίνδυνο, ζημία ή ευθύνη, η οποία προκύπτει από την επέλευση συγκεκριμένων γεγονότων.

Η «αντασφάλιση» είναι ένας τύπος ασφάλισης, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να μεταφέρει σε άλλο ασφαλιστή (τον αντασφαλιστή) όλες ή μέρος των υποχρεώσεών της, όσον αφορά απαιτήσεις που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης τις οποίες συνομολογεί.

Ως προς τις ειδικότερες κατηγορίες, διακρίνουμε τόσο την ασφάλιση και αντασφάλιση από κίνδυνο ατυχήματος ή ιδιοκτησίας όσο και την ασφάλεια ζωής. Στις κατηγορίες αυτές εντάσσονται η ασφάλιση υγείας, η κάλυψη ιατρικών εξόδων, συνταξιοδοτικά προγράμματα, ασφάλιση περιβαλλοντικής, επαγγελματικής ή αστικής ευθύνης κλπ.

Στην αλυσίδα μεταξύ πελάτη, ασφαλιστή και αντασφαλιστή παρεμβάλλονται συνήθως μεσίτες (brokers), οι οποίοι λειτουργούν έναντι προμήθειας και διαχειριστές, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (asset managers) έναντι αντίστοιχων αμοιβών διαχείρισης (investment management fees).

Οι βασικές μορφές αντασφάλισης διακρίνονται σε αναλογική (proportional) και μη αναλογική αντασφάλιση (non-proportional). Στην κατηγορία της αναλογικής αντασφάλισης εμπίπτουν οι αντασφαλίσεις της μορφής quota share, που αποτελούν την πλέον συνηθισμένη στην πράξη μορφή και surplus, όπου το ποσοστό συμμετοχής του αντασφαλιστή στον ασφαλιστικό κίνδυνο του ασφαλιστικού συμβολαίου βασίζεται στην προκαθορισμένη εκχώρηση του ασφαλίστρου μεταξύ της εκχωρούσας εταιρίας και του αντασφαλιστή. Η εκχωρούσα εταιρεία είναι υποχρεωμένη να παραχωρήσει και ο αντασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να δεχθεί να αντασφαλίσει ο,τιδήποτε εμπίπτει σε όσα έχουν προσυμφωνηθεί ως πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αναλογικής αντασφάλισης. Σε αντάλλαγμα, η εκχωρούσα εταιρεία πληρώνει στον αντασφαλιστή το προκαθορισμένο ποσοστό των ασφαλίστρων που έχουν εισπραχθεί από τον ασφαλισμένο, που είναι ανάλογο με το προκαθορισμένο ποσοστό των κινδύνων που αναλαμβάνονται εκ μέρους του αντασφαλιστή. Με τη σειρά του, ο αντασφαλιστής συνήθως καταβάλλει στην εκχωρούσα εταιρία μία «προμήθεια εκχώρησης» (Ceding Commission) με σκοπό την ανταμοιβή της για την προσέλκυση πελατείας και την παροχή κινήτρων, έτσι ώστε αυτή να αναπτύξει ένα κερδοφόρο πελατολόγιο.

Στην κατηγορία της μη αναλογικής αντασφάλισης εντάσσονται οι αντασφαλίσεις τύπου excess of loss επί τη βάσει υπερβάλλοντος ποσού ζημιών είτε ανά κίνδυνο είτε ανά γεγονός και excess of loss ratio stop loss. Οι συμβάσεις αντασφάλισης Υπερβάλλοντος Ποσού Ζημιάς (Excess of Loss) απαιτούν από τον αντασφαλιστή να καταβάλει το σύνολο των ζημιών που συνδέονται με μία ασφαλιστική αξίωση η οποία υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο ποσό (έως ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο). Στις εν λόγω συμβάσεις, αντί της προμήθειας εκχώρησης, ο αντασφαλιζόμενος καταβάλλει στον αντασφαλιστή ασφάλιστρο για την κάλυψη. Τέλος, υπάρχουν και οι Stop-loss συμβάσεις οι οποίες είναι παρόμοιες με τις Υπερβάλλοντος Ποσού Ζημιάς, με τη διαφορά ότι καλύπτουν χαρτοφυλάκια ασφαλιστικών συμβολαίων.

Ως προς την υπηρεσία διαχείρισης κεφαλαίων (“asset management” ή “investment management”), σημειωτέα είναι τα εξής: Ως διαχείριση κεφαλαίων ορίζεται η επαγγελματική διαχείριση κινητών αξιών (μετοχών, ομολογιών και άλλων κινητών αξιών) και περιουσιακών στοιχείων (ακίνητη περιουσία), με στόχο την επίτευξη συγκεκριμένων επενδυτικών στόχων προς όφελος των επενδυτών.

Οι επιμέρους λειτουργίες που επιτελούνται στο πλαίσιο των υπηρεσιών διαχείρισης κεφαλαίων περιλαμβάνουν υποστηρικτικές υπηρεσίες, διαχείριση πόρων και κεφαλαίων, εκτέλεση συναλλαγών, διαχείριση κινδύνων, έρευνα, διαχείριση επενδύσεων, προώθηση και άντληση κεφαλαίων. Δευτερεύουσες λειτουργίες στο πλαίσιο της εν λόγω υπηρεσίας αποτελούν οι διάφορες υποστηρικτικές υπηρεσίες (νομικές, οικονομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ανθρωπίνων πόρων και πληροφορικής και άλλες back-office υπηρεσίες), η εκτίμηση και αποτίμηση κεφαλαίων, η θεματοφυλακή, η εκκαθάριση και ο διακανονισμός, η πραγματοποίηση διαγνωστικών ελέγχων (due diligence) και η διαχείριση χαρτοφυλακίου (portfolio management).

Βασικός στόχος της διαχείρισης κεφαλαίων στο πλαίσιο της αντασφάλισης είναι η ενεργή και συνετή διαχείριση των κεφαλαίων του αντασφαλιστή που προέρχονται από τη δραστηριότητα της αντασφάλισης (π.χ. των ασφαλίστρων που λαμβάνει ο αντασφαλιστής). Η σωστή διαχείριση των κεφαλαίων και των επενδύσεων στον κλάδο της αντασφάλισης είναι υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι οι αντασφαλιστές έχουν, κατά κανόνα, μόνο δύο πηγές εισοδήματος, τα ασφάλιστρα που εισπράττουν και το εισόδημα από επενδύσεις. Η φύση της δραστηριότητας αντασφάλισης είναι τέτοια που συνεπάγεται ένα χρονικό κενό μεταξύ της είσπραξης των ασφαλίστρων και των απαιτήσεων που καταβάλλουν οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε περίπτωση επέλευσης ενός γεγονότος (πχ. μιας ζημιάς). Το γεγονός αυτό επιτρέπει την επένδυση χρηματικών διαθεσίμων σε περισσότερο μακροπρόθεσμα κεφάλαια, τα οποία θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης, προκειμένου να επιτυγχάνεται μία απόδοση πάνω από το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου. 14 Η διαχείριση κεφαλαίων συνεισφέρει στην ελαχιστοποίηση της διακύμανσης των κερδών των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων μέσω της μακροπρόθεσμης επένδυσης.

Για την εκπλήρωση των ως άνω σκοπών, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είτε εκχωρούν τις δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων, αναθέτοντάς τις σε τρίτους παρόχους είτε διατηρούν εσωτερικά τμήματα διαχείρισης κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες.

Οι ενδοομιλικές συναλλαγές στο πλαίσιο μιας επιχείρησης αντασφαλίσεων συνήθως σχετίζονται με υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων, συμβουλευτικές υποστηρικτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες back-office, συμπεριλαμβανομένων εν γένει υποστηρικτικών υπηρεσιών.

4.2. Η τεκμηρίωση των χρηματοοικονομικών ενδοομιλικών συναλλαγών για την απόδειξη της τήρησης της αρχής των ίσων αποστάσεων

Η τήρηση της αρχής των ίσων αποστάσεων στα πλαίσια μιας συναλλαγής μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων μπορεί να στοιχειοθετηθεί με την υιοθέτηση μίας ή περισσοτέρων μεθόδων τεκμηρίωσης των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών. Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ αναφέρουν πέντε βασικές μεθόδους, οι οποίες μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες. Συγκεκριμένα, διακρίνουν τις παραδοσιακές μεθόδους τεκμηρίωσης από τις λοιπές μη παραδοσιακές μεθόδους ή μεθόδους του συναλλακτικού κέρδους. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι μέθοδοι α) της «συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής» ή “comparable uncontrolled price method”, β) της «τιμής μεταπώλησης μείον» ή “resale price minus method” και γ) του «κόστους συν κέρδος» ή “cost plus method”. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει α) τη «μέθοδο του επιμερισμού κέρδους» ή “profit split method” και β) τη «μέθοδο του καθαρού κέρδους συναλλαγής» ή “transactional net profit margin method”. 15

Οι μέθοδοι τεκμηρίωσης του ΟΟΣΑ υιοθετούνται και από το ελληνικό φορολογικό δίκαιο βάσει της πρόσφατης Πολ. 1144/2014, η οποία τροποποίησε την προγενέστερη Πολ. 1097/2014.

Στην περίπτωση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, λόγω της ύπαρξης, ως εκ της φύσεώς τους, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εσωτερικών συγκριτικών στοιχείων (“internal CUPs”), η μέθοδος τεκμηρίωσης που είναι ευρύτερα διαδεδομένη είναι αυτή της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (CUP). Πρόκειται για τη μέθοδο τεκμηρίωσης η οποία θεωρείται η πλέον αξιόπιστη, δεδομένου ότι στηρίζεται σε στοιχεία όμοιων ή συγκρίσιμων συναλλαγών που πραγματοποιούνται με ανεξάρτητα τρίτα μέρη και, επομένως, παρέχουν με άμεσο τρόπο απόδειξη του σύμφωνου με την αρχή των ίσων αποστάσεων χαρακτήρα μιας ενδοομιλικής συναλλαγής. Για παράδειγμα, όλες οι τράπεζες διατηρούν καταθετικούς ή αλληλόχρεους λογαριασμούς, προθεσμιακές καταθέσεις και καταθέσεις όψεως τόσο συνδεδεμένων τους εταιρειών όσο και τρίτων ανεξάρτητων πελατών. Ομοίως, χορηγούν δάνεια ή παρέχουν εγγυήσεις και σε τρίτους μη συνδεδεμένους δανειολήπτες/πελάτες, αλλά και προβαίνουν σε πράξεις αγοραπωλησιών και μετατροπής συναλλάγματος. Οι τιμές αυτές δύνανται να αποτελέσουν κατάλληλα εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των αντίστοιχων ενδοομιλικών συναλλαγών, εφόσον πληρούνται οι όροι συγκρισιμότητας (π.χ. οι υπό σύγκριση δανειοδοτήσεις αφορούν παραπλήσια κεφάλαια, οι δανειολήπτες διαθέτουν παρόμοια πιστοληπτική αξιολόγηση, τα δάνεια έχουν συναφθεί στο ίδιο νόμισμα, είναι παρόμοιας διάρκειας κλπ). Στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται, από την άποψη της βέλτιστης ενδοομιλικής τιμολογιακής πολιτικής, να ακολουθούνται για τις ενδοομιλικές δανειοδοτήσεις οι ίδιες εγκριτικές διαδικασίες όπως και για τις συναλλαγές με τρίτα μη συνδεδεμένα μέρη και να διαμορφώνονται τα εκάστοτε επιτόκια, αφού ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής (ύψος κεφαλαίου, διάρκεια, εξασφαλίσεις, τυχόν ειδικοί όροι), η πιστοληπτική ικανότητα (credit rating) της συνδεδεμένης εταιρείας, ο κίνδυνος της εκάστοτε χώρας, στην οποία δραστηριοποιείται η συνδεδεμένη εταιρεία, οι ειδικές οικονομικές συνθήκες και οι επιχειρηματικές στρατηγικές.

Τα επιτόκια τα οποία εφαρμόζονται στις προθεσμιακές καταθέσεις εξαρτώνται από το κεφάλαιο και τη διάρκεια της κατάθεσης και καθορίζονται καθημερινά με βάση τη γενικότερη τάση των επιτοκίων, αποτελώντας σε μεγάλο βαθμό και αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον τρίτο πελάτη ή τη συνδεδεμένη εταιρεία και την εκάστοτε τράπεζα.

Ομοίως, στα πλαίσια εν γένει των διατραπεζικών συναλλαγών οι κρίσιμοι παράγοντες για τη διενέργεια της ανάλυσης συγκρισιμότητας είναι η πιστοληπτική ικανότητα του δανειζόμενου, το νόμισμα, η διάρκεια χρηματοδότησης 16, ο τρόπος προσδιορισμού του επιτοκίου (δηλ. σταθερό ή κυμαινόμενο), η ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής.

Ωστόσο, ακόμη και σε περιπτώσεις μη ύπαρξης εσωτερικών συγκριτικών στοιχείων ή μη πλήρωσης των όρων συγκρισιμότητας, υπάρχουν κατάλληλες και πλήρως ενημερωμένες διεθνείς βάσεις δεδομένων, 17 από τις οποίες μπορούν να αντληθούν κατάλληλα εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία (“external CUPs”).

Διενέργεια συγκριτικών αναλύσεων για την τεκμηρίωση δανείων και λοιπών χρηματοοικονομικών συναλλαγών

Σε περιπτώσεις ανυπαρξίας εσωτερικών συγκριτικών στοιχείων για την τεκμηρίωση ενδοομιλικών δανείων και εν γένει χρηματοοικονομικών συναλλαγών, υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης εξωτερικών συγκριτικών στοιχείων (“external CUPs”) είτε από στοιχεία του Στατιστικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος είτε από διεθνώς αναγνωρισμένες βάσεις δεδομένων, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα συνήθεις στην πράξη, έμφαση θα πρέπει να δίδεται στους πέντε παράγοντες συγκρισιμότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1.36-1.63. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 1.36 των Κατευθυντηρίων Οδηγιών, οι παράγοντες που καθορίζουν τη συγκρισιμότητα μεταξύ ελεγχόμενων και ανεξάρτητων συναλλαγών περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά των πωλούμενων αγαθών ή παρεχόμενων υπηρεσιών, τις λειτουργίες που επιτελούνται (συμπεριλαμβανομένων των αναλαμβανόμενων κινδύνων και των παγίων που χρησιμοποιούνται), τους συμβατικούς όρους της συναλλαγής, τις οικονομικές συνθήκες των μερών και τις επιχειρηματικές στρατηγικές που τα μέρη εφαρμόζουν. Η επίδραση των παραγόντων αυτών στη συγκρισιμότητα της ελεγχόμενης συναλλαγής με τις μη ελεγχόμενες συναλλαγές εξαρτάται τόσο από τη φύση της συναλλαγής όσο και από την υιοθετούμενη μέθοδο τιμολόγησης.

Για την τεκμηρίωση δανείων μπορεί να ακολουθηθεί τόσο η προσέγγιση της εύρεσης συγκρίσιμων επιτοκίων (coupon) και συγκρίσιμων ομολόγων (bond search – συνάρτηση SRCH) όσο και η προσέγγιση εύρεσης καμπυλών απόδοσης (yield curves). 18

Στην περίπτωση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, βασικοί παράγοντες συγκρισιμότητας αποτελούν το νόμισμα (“currency”), το κεφάλαιο, η πιστοληπτική αξιολόγηση της δανειζόμενης εταιρείας, η ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής (“timing”) και η διάρκεια αυτής (“tenor”). Επίσης, παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα συνιστούν η ύπαρξη τυχόν ασφαλειών ή εν γένει εξασφαλίσεων στο εκάστοτε δάνειο (εγγυήσεις κλπ) και το είδος του επιτοκίου (σταθερό ή κυμαινόμενο). Οι χρηματαγορές είναι ιδιαίτερα δυναμικές και παρουσιάζουν σημαντική μεταβλητότητα, έτσι ώστε τα επιτόκια σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή για μια Τράπεζα/εταιρεία με δεδομένη αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, δεν είναι απαραίτητα συγκρίσιμα με τα επιτόκια για την ίδια Τράπεζα/εταιρεία σε διαφορετική χρονική στιγμή.

Ως επιτόκιο ορίζεται το σημείο ισορροπίας της προσφοράς και της ζήτησης δανειακών κεφαλαίων σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα, δηλαδή η τιμή των συγκεκριμένων κεφαλαίων εκφρασμένων στο εν λόγω νόμισμα. Επομένως, για να πληρούται ο παράγοντας της συγκρισιμότητας, που είναι αναγκαίος προκειμένου να γίνει μία σωστή ανάλυση συγκρισιμότητας, θα πρέπει η κίνηση κεφαλαίων με τη μορφή διατραπεζικής κατάθεσης που είναι εκφρασμένη σε συγκεκριμένο νόμισμα να συγκριθεί μόνο με αντίστοιχες κινήσεις κεφαλαίων που είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα. Στο πλαίσιο αυτό, ενδέχεται να χρειαστούν προσαρμογές για τη μετατροπή ενός επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό με τη χρήση δεδομένων από τις Συμφωνίες Ανταλλαγής Επιτοκίων (Interest Rate Swaps) για το αντίστοιχο νόμισμα, οι οποίες αποτελούν εκτίμηση της αγοράς για την ανταλλαγή του βασικού επιτοκίου με ένα σταθερό επιτόκιο (συνάρτηση IRSB). 19

Ειδικότερα, ως προς τον παράγοντα της πιστοληπτικής αξιολόγησης, δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας του για τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων επιτοκίων σε ενδοομιλικές χρηματοδοτήσεις, υπάρχει έντονος προβληματισμός ως προς τη δυνατότητα μία εταιρείας, μέλους πολυεθνικού ομίλου, να διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση μεγαλύτερη της αντίστοιχης πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, όπου δραστηριοποιείται, η οποία διαμορφώνεται με βάση τον εκάστοτε κίνδυνο χώρας (“country risk”). Η επικρατούσα αντίληψη ορίζει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Υπ’ αυτή την έννοια, η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας αποτελεί το ανώτατο όριο πιστοληπτικής αξιολόγησης των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη χώρα αυτή, ακόμη και εάν ο όμιλος στον οποίο ανήκει διαθέτει μεγαλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση. Για παράδειγμα, μία πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να έχει μεγαλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση από αυτή της Ελλάδας. Το γεγονός αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στα επιτόκια των χρηματοδοτήσεων προς ελληνικές συνδεδεμένες εταιρείες από αλλοδαπές, ιδίως την περίοδο που η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, όταν η οικονομική κρίση βρισκόταν σε έξαρση.

Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία μία πολυεθνική θυγατρική εταιρεία, μέλος ενός μεγάλου, ισχυρού και εύρωστου ομίλου, θα μπορούσε να έχει πιστοληπτική αξιολόγηση μεγαλύτερη της χώρας όπου βρίσκεται, με δεδομένο ότι η μητρική της παρέχει την σιωπηρή της εγγύηση (“implied guarantee”) ότι δεν πρόκειται να την αφήσει εκτεθειμένη στις δανειακές υποχρεώσεις της και ότι θα την προστατέψει από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας ή και πτώχευσης, ενόψει του κινδύνου φήμης που θα συνεπαγόταν για τον όμιλο μία τέτοια κατάληξη. Επομένως, υπ’ αυτή την εκδοχή, η πιστοληπτική αξιολόγηση μιας θυγατρικής εταιρείας (“standalone credit rating”) δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη την πιστοληπτική αξιολόγηση της μητρικής εταιρείας. Σχετική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η έννοια “passive association” των Κατευθυντηρίων Οδηγιών του ΟΟΣΑ, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί ως «παθητική σύνδεση», αναφερόμενη στην σιωπηρή υποστήριξη που παρέχεται σε μέλη πολυεθνικών ομίλων από την μητρική χωρίς να υφίσταται νομική υποχρέωση και στην οποία γίνεται αναφορά επίσης στο πρόσφατο “Revised Discussion Draft on Transfer Pricing Aspects of Intangibles” που εκδόθηκε στις 30 Ιουλίου 2013.

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ο κίνδυνος χώρας δεν μπορεί να αγνοηθεί, καθώς το credit rating μιας εταιρείας δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετο και αλληλεξαρτώμενο με το credit rating της χώρας, όπου η εταιρεία βρίσκεται. Ωστόσο, η παραδοχή ότι, για παράδειγμα, μία ελληνική θυγατρική εταιρεία δεν μπορούσε να έχει credit rating μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας, ιδίως κατά τα προηγούμενα χρόνια, οπότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, θα συνεπαγόταν την υποχρέωση των συνδεδεμένων της εταιρειών να αναπροσαρμόσουν τα εφαρμοζόμενα επιτόκια, αυξάνοντάς σε σημαντικό βαθμό, κατά τη δανειοδότηση της ελληνικής θυγατρικής, προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι παραβιάζουν τη νομοθεσία περί transfer pricing της χώρας εγκατάστασής τους. Κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε άτοπα και ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα.

Cash Pooling (Συγκέντρωση ρευστότητας)

Στο πλαίσιο του cash pooling, οι συνδεδεμένες εταιρείες ενός ομίλου δανείζουν τα πλεονάζοντα διαθέσιμά τους, τα οποία συγκεντρώνονται σε ένα λογαριασμό και αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης σε κεντρικό επίπεδο ή δανείζονται από το cash pool που δημιουργείται για την κάλυψη των ταμειακών της αναγκών και η κίνηση η οποία προκύπτει από τη δραστηριότητα αυτή καταχωρείται σε ένα αλληλόχρεο λογαριασμό. Σκοπός της συγκέντρωσης ρευστών διαθεσίμων δεν είναι η πραγματοποίηση κερδών επί των ημερησίων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που ενεργοποιούνται από το σύστημα, αλλά η ευνοϊκότερη για τον όμιλο διαχείριση της ρευστότητας προς όφελος των συνδεδεμένων εταιρειών.

Η τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών που προκύπτουν στο πλαίσιο του cash pooling θα πρέπει να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τη θέση ρευστότητας και την επιμέρους συναλλαγή που πραγματοποιεί η εκάστοτε θυγατρική. Για παράδειγμα, στην περίπτωση πλεονάζουσας ρευστότητας και με την υπόθεση εργασίας ότι αναφερόμαστε σε θυγατρική εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα, μπορούμε για την τεκμηρίωση αυτού του σκέλους της συναλλαγής να χρησιμοποιήσουμε ως σημείο αναφοράς για τη σύγκριση τα επιτόκια των ελληνικών καταθέσεων ταμιευτηρίου. Με άλλα λόγια, μια εταιρεία εύλογα θα θελήσει να συμμετάσχει στο cash pool μόνο αν πρόκειται να λάβει ένα επιτόκιο που θα είναι μεγαλύτερο ή ίσο με αυτό που θα λάμβανε από έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου, έχοντας δηλαδή δεσμεύσει τα διαθέσιμά της σε έναν καταθετικό λογαριασμό.

Αντιθέτως, σε περίπτωση ελλειμματικών ταμειακών διαθεσίμων, η συναλλαγή θα εξετασθεί ως δανεισμός και θα εφαρμοσθεί η μέθοδος CUP, στο πλαίσιο της οποίας θα αναζητηθεί το κόστος δανεισμού της ίδιας εταιρείας με επιτόκια που εφαρμόζονται σε εξωτερικές συγκρίσιμες συναλλαγές μεταξύ τρίτων δανειστών και δανειζομένων.

Έκδοση Εγγυητικών Επιστολών - Εγγυήσεις

Σε περίπτωση δανεισμού θυγατρικών ενός Ομίλου, ενδέχεται να παρέχεται εγγύηση των τραπεζικών ιδρυμάτων προς τις συνδεδεμένες εταιρείες (τράπεζες ή μη) με σκοπό είτε να εγγυηθεί η ίδια η Τράπεζα υπέρ της εταιρείας σε κάποιον τρίτο ή να εγγυηθεί υπέρ τρίτου για δάνεια τα οποία χορηγεί η συνδεδεμένη εταιρεία σε πελάτες της. Στις περιπτώσεις αυτές χρεώνεται προμήθεια, το ποσοστό της οποία εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής. Ως προς την τεκμηρίωση της συγκεκριμένης συναλλαγής, σε περίπτωση έλλειψης εσωτερικών συγκριτικών στοιχείων, δηλαδή συγκρίσιμων προμηθειών που ο εγγυητής εισπράττει από τρίτα ανεξάρτητα μέρη, εγείρονται ζητήματα ως προς την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθηθεί για την απόδειξη του σύμφωνου με την αρχή των ίσων αποστάσεων χαρακτήρα της συναλλαγής. Στη διεθνή πρακτική, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μπορεί η εγγύηση να συγκριθεί για σκοπούς τεκμηρίωσης με τη διαφορά των επιτοκίων μεταξύ δανείων μειωμένης εξασφάλισης (“subordinated loan”) ή χωρίς εξασφαλίσεις (“unsecured ή senior unsecured loans”)και δανείων με εξασφαλίσεις (“secured ή senior secured loans”), δεδομένα τα οποία μπορούν να αντληθούν από σχετικές βάσεις δεδομένων. Πρόκειται για μία προσέγγιση, η οποία πράγματι δεν στερείται ερείσματος, δεδομένου ότι η ύπαρξη ή όχι εξασφάλισης σε ένα δάνειο, μέσω μιας εγγύησης ή εμπράγματης ασφάλειας έχει ως αντίκτυπο ένα χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με ένα δάνειο χωρίς εξασφαλίσεις. Η διαφορά αυτή των επιτοκίων θα μπορούσε να αντανακλά μία ενδεχόμενη προμήθεια, η οποία θα είχε συμφωνηθεί με όρους αγοράς για την παροχή μιας εγγύησης ή την έκδοση μιας εγγυητικής επιστολής μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών.

Για τον προσδιορισμό μίας σύμφωνης με την αρχή των ίσων αποστάσεων αμοιβής για την παροχή εγγύησης, με βάση και τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ έχουν επικρατήσει διάφορες επιμέρους προσεγγίσεις. Η τιμολόγηση των εγγυήσεων με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τη σκοπιά του εγγυητή όσο και τη σκοπιά του λήπτη της εγγύησης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχεται υπηρεσία σε περίπτωση του λεγόμενου “passive association”. Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να χρεώνεται κάποια προμήθεια σε περίπτωση υπαινισσόμενης εγγύησης της μητρικής (“implicit parent guarantee”). Η έννοια του “passive association” γίνεται αποδεκτή και από τον ΟΟΣΑ στο Αναθεωρημένο Σχέδιο Συζήτησης για τα Ζητήματα Ενδοομιλικής Τιμολόγησης των ʼυλων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο περιλαμβάνει παραδείγματα που την αναγνωρίζουν ως «συνεργατικό προνόμιο» και όχι προνόμιο που χρήζει αποζημίωσης. 20 Υπό την έννοια αυτή, θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες οι ευμενέστεροι όροι που εξασφαλίζονται με την εγγύηση μπορούν να αποδοθούν σε μία υπαινισσόμενη, σιωπηρή εγγύηση της μητρικής εταιρείας, οπότε δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποια αμοιβή με βάση τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ και των περιπτώσεων στις οποίες παρέχεται ρητή εγγύηση (“explicit guarantee”). Στη δεύτερη, αυτή, περίπτωση, θα πρέπει να καταβάλλεται στην εγγυήτρια εταιρεία μία αμοιβή, ίση με αυτή την οποία θα αποδεχόταν και μία τρίτη ανεξάρτητη εταιρεία για τη συγκεκριμένη εγγύηση υπό συγκρίσιμες συνθήκες, με δεδομένο ότι μία τέτοια εγγύηση εξασφαλίζει ένα εμπορικό πλεονέκτημα (“commercial benefit”) στη δανειολήπτρια εταιρεία.

Για την τεκμηρίωση της προμήθειας για την παροχή της εγγύησης ακολουθούνται σε παγκόσμιο επίπεδο διάφορες προσεγγίσεις, όπως η μέθοδος της Συγκρίσιμης Μη Ελεγχόμενης Τιμής (CUP), η λεγόμενη “benefit approach”, η οποία επικεντρώνεται στο συγκριτικό πλεονέκτημα που συνεπάγεται η παροχή της εγγύησης και η μέθοδος του κόστους κεφαλαίου (“cost of capital approach”), σύμφωνα με την οποία η αμοιβή προσδιορίζεται με βάση το κόστος εγγύησης για τον εγγυητή. Το κόστος εγγύησης προκύπτει από την ανάλυση της αναμενόμενης ζημίας και του κόστους κεφαλαίου που πρέπει να διατηρηθεί σε σχέση με την εγγύηση και από την ανάλυση των αμοιβών που έχουν καταβληθεί σε CDS επί ομολόγων με παρόμοια χαρακτηριστικά με την υπό εγγύηση συναλλαγή. 21 ʼλλη μέθοδος για την τεκμηρίωση της προμήθειας εγγύησης αποτελεί ο υπολογισμός της ως η αξία του δικαιώματος πώλησης (“put option”), με βάση το οποίο η εγγύηση θεωρείται ότι ισοδυναμεί με το δικαίωμα του δανειστή να προβεί στην πώληση του δανείου στον εγγυητή σε μία προκαθορισμένη τιμή, η οποία συνιστά την ονομαστική αξία (“face value”) και υπό ένα προκαθορισμένο πιστωτικό γεγονός (“credit event”).

Υπηρεσίες αντιπροσώπευσης, διαμεσολάβησης και διάθεσης Αμοιβαίων Κεφαλαίων

Οι τραπεζικές εταιρείες ενός ομίλου μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και κεφαλαίων (wealth planning), εταιρικές λύσεις χρηματοδότησης, υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης εντολών πελάτη επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή και παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των εναλλακτικών επενδύσεων. Επίσης, στη γκάμα αυτού του είδους των υπηρεσιών μπορούν να περιλαμβάνονται υπηρεσίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, θεσμικών και ιδιωτικών πελατών, συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διάθεσης ή αντιπροσώπευσης αμοιβαίων κεφαλαίων.

Στο πλαίσιο αυτό και ανάλογα με το νομοθετικό καθεστώς της κάθε χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένες, οι εταιρείες του ομίλου είναι εξουσιοδοτημένες να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι των συνδεδεμένων εταιρειών Asset Management, οι οποίες είναι διαχειρίστριες Αμοιβαίων Κεφαλαίων και αντιπρόσωποι για τη διάθεση συγκεκριμένων ΟΣΕΚΑ (Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες) στην εκάστοτε γεωγραφική περιφέρεια, και να παρέχουν προς τις τελευταίες υπηρεσίες διάθεσης των μετοχών ή των μεριδίων τους, μέσω του δικτύου των καταστημάτων τους και του υπαλληλικού προσωπικού τους.

Οι σχετικές προμήθειες διαμεσολάβησης που εισπράττονται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών υπολογίζονται συνήθως σε ποσοστό επί των συνολικών ετησίων εσόδων της εκάστοτε συνδεδεμένης εταιρείας από τους πελάτες που η παρέχουσα τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης έχει συστήσει. Ως προς τις αντίστοιχες προμήθειες για τη διάθεση αμοιβαίων κεφαλαίων και την παροχή υπηρεσιών προώθησης, αυτές συνήθως υπολογίζονται ως ποσοστό επί των management fees, τα οποία καταβάλλουν στην διαχειρίστρια εταιρεία οι μεριδιούχοι των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, με βάση ειδικές φόρμουλες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την αξία του διαχειριζόμενου ενεργητικού.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι συνδεδεμένες εταιρείες πραγματοποιούν αντίστοιχες συναλλαγές και με τρίτα μη συνδεδεμένα μέρη, οι οποίες παρέχουν επαρκή συγκριτικά στοιχεία για τη διαπίστωση και κατ’ επέκταση εφαρμογή της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (CUP). Σε περίπτωση, ωστόσο, ανυπαρξίας τέτοιων αξιόπιστων στοιχείων, θα πρέπει να εξετάζεται η δυνατότητα ανεύρεσης εξωτερικών συγκριτικών στοιχείων για συγκρίσιμες συναλλαγές μεταξύ συγκρίσιμων επιχειρήσεων που δρουν σε συγκρίσιμες συνθήκες.

Πωλήσεις ομολόγων

Ειδικά, όσον αφορά σε ενδοομιλικές συναλλαγές πώλησης ομολόγων, οι οποίες στην πράξη είναι ιδιαίτερα συνήθεις στην αγορά, έχει τεθεί το ερώτημα στην καθημερινή πρακτική, ποια προσέγγιση θα πρέπει να ακολουθηθεί ως προς την τεκμηρίωση της αρχής arm’s length και ποια συγκριτικά στοιχεία θα πρέπει να θεωρηθούν τα πλέον κατάλληλα για τη σύγκριση. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο φορολογικών ελέγχων, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι κατάλληλα εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από διεθνείς βάσεις δεδομένων όπως η Bloomberg, η οποία μάλιστα παρέχει δυνατότητα εντοπισμού στοιχείων πραγματικών τιμών προσφοράς/ζήτησης αλλά και τιμών κατ’ εκτίμηση (“valuation prices”) 22, η Reuters και η Dealscan, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα ανεύρεσης σχετικών τιμών με την καταχώριση του ISIN του εκάστοτε ομολόγου αλλά και η αντίθετη άποψη ότι προηγούνται τα σχετικά συγκριτικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ), όπως αυτά προκύπτουν από το Ημερήσιο Δελτίο Τιμών που εκδίδει, δεδομένου ότι ανταποκρίνονται περισσότερο στα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) είναι η οργανωμένη δευτερογενής αγορά τίτλων με αντικείμενο διαπραγμάτευσης τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου καθώς επίσης ομόλογα και εν γένει χρεωστικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος που έχουν εκδοθεί από εταιρείες ή άλλους εκδότες. Διαχειριστής της είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Το μοντέλο λειτουργίας της ΗΔΑΤ βασίζεται στην εισαγωγή τιμών επί τίτλων τόσο για αγορά όσο και για πώληση και η διαπραγμάτευση γίνεται επί των τιμών αυτών. Επιπρόσθετα, η ΗΔΑΤ 23 καλύπτει (υποστηρίζει τεχνικά) τη διενέργεια των δημοπρασιών των τίτλων στην πρωτογενή αγορά, τη διεξαγωγή των δημοπρασιών στην περίπτωση κάλυψης χρεωστικών θέσεων στο Σύστημα ʼυλων Τίτλων και τέλος την ενημέρωση των μελών σε πραγματικό χρόνο σχετικά με την πορεία των, προς οριστικό διακανονισμό, συναλλαγών τους. H ΗΔΑΤ συνδέεται σε πραγματικό χρόνο με τα διεθνή δίκτυα πληροφοριών Bloomberg και Thomson Reuters. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να δοθεί μία ασφαλής απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Ωστόσο, σίγουρο είναι ότι δεν μπορούν να αγνοούνται εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία που προέρχονται από διεθνείς και αξιόπιστες βάσεις δεδομένων, ενόψει του παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα της οικονομίας, ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται, σε κάθε περίπτωση, υπόψη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι οι Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ περί ενδοομιλικής τιμολόγησης δεν συνιστούν ούτε επιβάλλουν μία συγκεκριμένη πηγή άντλησης πληροφοριών και συγκριτικών στοιχείων για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών. Υπό την έννοια αυτή, οποιαδήποτε παράμετρος μπορεί να έχει επίδραση στην τιμή του προς πώληση ομολόγου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τυχόν κίνδυνος χώρας (“country risk”), ο οποίος επηρεάζει σε πολύ σημαντικό βαθμό την τιμή πώλησης ενός κρατικού ή εταιρικού ομολόγου.

Δραστηριότητες ασφάλισης (insurance) και αντασφάλισης (reinsurance) και διαχείρισης κεφαλαίων (asset management)

Στην περίπτωση των συναλλαγών ασφάλισης και αντασφάλισης, αλλά και διαχείρισης κεφαλαίων, η συνηθέστερη μέθοδος τεκμηρίωσης που χρησιμοποιείται ευρέως είναι η μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (CUP), με τη χρήση συγκριτικών στοιχείων, ενώ αμέσως μετά ακολουθούν οι μέθοδοι του κόστους συν κέρδος (cost plus), του καθαρού κέρδους συναλλαγής (ΤNMM) και του επιμερισμού κέρδους (profit split). Η περίπτωση της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής με εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία είναι ιδιαίτερα πρόσφορη σε περιπτώσεις που το ελεγχόμενο μέρος πραγματοποιεί παρόμοιες συναλλαγές με ανεξάρτητα τρίτα μέρη. Περαιτέρω, όταν οι υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι σε σημαντικό βαθμό ενοποιημένες, ενδεδειγμένη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η μέθοδος του επιμερισμού κέρδους, οπότε και θα μπορούσε να διενεργηθεί μία ανάλυση συνεισφοράς του κάθε μέρους της αλυσίδας αξίας (διαχειριστή επενδύσεων και συμβούλου) με βάση κατάλληλα κλειδιά επιμερισμού, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση.

Ιδίως στην περίπτωση των υπηρεσιών διαχείρισης κεφαλαίων, διάκριση θα πρέπει να γίνεται μεταξύ του διαχειριστή κεφαλαίων, ο οποίος επιτελεί, πέραν των λειτουργιών διαχείρισης χαρτοφυλακίων και λειτουργίες σχεδιασμού στρατηγικής και γενικής επίβλεψης και του Συμβούλου, ο οποίος αναλαμβάνει ως επί το πλείστον τη διαχείριση από λειτουργική άποψη.

Για τη διενέργεια συγκριτικών αναλύσεων προς το σκοπό της τεκμηρίωσης των ως άνω ενδοομιλικών συναλλαγών, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν διαθέσιμα εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία, έχουν αναπτυχθεί κατάλληλες βάσεις δεδομένων, οι οποίες διαθέτουν εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό. Πρόκειται για την εξειδικευμένη βάση δεδομένων Lipper 24, η οποία παρέχει, μεταξύ άλλων, χρήσιμα στοιχεία για συμβουλευτικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τη βάση δεδομένων Amadeus για τη διενέργεια συγκριτικών μελετών όσον αφορά τις υποστηρικτικές υπηρεσίες και τη βάση δεδομένων Mercer 25, από την οποία μπορούν να αντληθούν συγκριτικά οικονομικά στοιχεία για τη διαχείριση επενδύσεων.

Ιδίως όσον αφορά στη διενέργεια συγκριτικών αναλύσεων, αξίζει να σημειωθεί ότι θα πρέπει να πραγματοποιούνται οι κατάλληλες προσαρμογές για την απαλοιφή των οποιωνδήποτε διαφορών μεταξύ της ελεγχόμενης συναλλαγής και των εξωτερικών συγκριτικών στοιχείων, όσον αφορά επιμέρους παράγοντες συγκρισιμότητας, που συνιστούν βασικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε συναλλαγής όπως το νόμισμα, το μέγεθος της συναλλαγής και τα επιμέρους έξοδα προώθησης.

Περιπτώσεις επαναχρεώσεων χωρίς περιθώριο κέρδους

Ιδιάζουσες περιπτώσεις αποτελούν οι περιπτώσεις απλών επαναχρεώσεων χωρίς την επιβολή περιθωρίου κέρδους. Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες μία ενδοομιλική χρέωση αποτελείται μόνο από τη βάση κόστους χωρίς επιπλέον mark up. Το ερώτημα που ανακύπτει στις περιπτώσεις αυτές είναι εάν οι χρεώσεις αυτές πραγματοποιούνται έναντι της παροχής κάποιας υπηρεσίας, η οποία σύμφωνα με τους όρους της αγοράς και του ανταγωνισμού θα παρεχόταν έναντι κέρδους. Εφόσον υποκρύπτεται η παροχή μιας τέτοιας υπηρεσίας η οποία επιφέρει προστιθέμενη αξία (added value) στο λήπτη αυτής, τότε, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ, θα πρέπει να αναμένεται ένα σύμφωνο με την αρχή των ίσων αποστάσεων περιθώριο κέρδους για τον παρέχοντα την υπηρεσία. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η εταιρεία που παρέχει την εν λόγω υπηρεσία θα αποζημιώνεται αρκούντως γι’ αυτήν, δηλαδή θα καλύπτει τα κόστη που συνεπάγεται η παροχή της αλλά θα αποκομίζει και ένα εύλογο κέρδος, σαν να παρείχε την εν λόγω υπηρεσία σε ένα τρίτο ανεξάρτητο μέρος.

Η ως άνω περίπτωση θα πρέπει να διακρίνεται από τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες δεν επιβάλλεται επιπλέον περιθώριο κέρδους, δεδομένου ότι δεν επέρχεται προστιθέμενη αξία, αλλά αντιθέτως ενισχύονται οι καλώς εννοούμενες συνέργειες εντός ενός πολυεθνικού ομίλου. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ (OECD Transfer Pricing Guidelines) και, συγκεκριμένα, την παράγραφο 7.33 «υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μία ανεξάρτητη επιχείρηση μπορεί να μην πραγματοποιήσει κέρδος από την παροχή υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που το κόστος της υπηρεσίας για έναν προμηθευτή υπερβαίνει τις τιμές της αγοράς, αλλά παρόλα αυτά ο προμηθευτής συμφωνεί να παράσχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία ώστε να αυξήσει την κερδοφορία του, συμπληρώνοντας ίσως το φάσμα των δραστηριοτήτων του. Επομένως, δεν είναι πάντα απαραίτητο ότι μία τιμή σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων θα έχει ως αποτέλεσμα κέρδος για μια συνδεδεμένη εταιρεία που παρέχει ενδοομιλικές υπηρεσίες».

Περαιτέρω, στην παράγραφο 7.34 συνεχίζουν αναφέροντας ότι «για παράδειγμα, υπάρχει περίπτωση η αγοραία αξία των ενδοομιλικών υπηρεσιών να μην είναι μεγαλύτερη από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την παροχή αυτών. Αυτό θα μπορούσε να προκύψει όταν, για παράδειγμα, η υπηρεσία δεν αφορά τη συνήθη δραστηριότητα της εταιρείας, αλλά προσφέρεται προς διευκόλυνση του Ομίλου. Προκειμένου να καθοριστεί εάν οι ενδοομιλικές υπηρεσίες παρουσιάζουν την ίδια χρηματική αξία που θα είχαν εάν παρέχονταν από μία ανεξάρτητη επιχείρηση, η σύγκριση των λειτουργιών και της αναμενόμενης ωφέλειας θα ήταν κατάλληλη για την αξιολόγηση της συγκρισιμότητας των συναλλαγών. Μία εταιρεία θα προτιμούσε η παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών να γίνεται ενδοομιλικά παρά από κάποιο τρίτο μέρος, για διάφορους λόγους, που αφορούν ίσως άλλα ενδοομιλικά οφέλη (για τα οποία ενδεχομένως μία αποζημίωση σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων να είναι απαραίτητη). Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα ήταν σκόπιμο να αυξηθεί η τιμή της υπηρεσίας απλά και μόνο για να βεβαιωθεί ότι η συνδεδεμένη εταιρεία επωφελείται από την παροχή αυτή. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αντίθετο προς την αρχή των ίσων αποστάσεων. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι λαμβάνονται υπόψη όλα τα οφέλη που προκύπτουν για τον παραλήπτη της υπηρεσίας».

Υπ’ αυτό το πρίσμα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξακρίβωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης, προκειμένου να κρίνεται η αναγκαιότητα επιβολής περιθωρίου κέρδους και η εξέταση αυτού ως προς το σύμφωνο με την αρχή των ίσων αποστάσεων χαρακτήρα του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας υπηρεσίας στον τραπεζικό τομέα και όχι μόνο συνιστούν οι ενδοομιλικές εγγυήσεις, των οποίων η χρήση τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη σε παγκόσμιο επίπεδο, ενόψει των αυξημένων αναγκών για δανειοδοτήσεις και συνακόλουθες εξασφαλίσεις, λόγω και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Υπό το φως αυτής της εξέλιξης, καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη η εξασφάλιση ότι οι ενδοομιλικές εγγυήσεις θα παρέχονται με όρους αγοράς. Η λανθασμένη τιμολόγηση ή χρέωση μιας προμήθειας εγγύησης σε ενδοομιλικό επίπεδο, η οποία δεν ανταποκρίνεται στους όρους της αγοράς ενδέχεται να οδηγήσει σε φαινόμενα διπλής φορολογίας, αναδρομικές φορολογικές αναμορφώσεις και αυστηρά πρόστιμα.

Προς το σκοπό απάντησης στο ερώτημα εάν θα πρέπει να χρεωθεί προμήθεια για τη χορήγηση μιας ενδοομιλικής εγγύησης θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των “business-like” και των “un-business-like” guarantees. 26 Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει συμφωνία σε διεθνές επίπεδο ως προς τη μεταχείριση των εγγυήσεων από τις φορολογικές διοικήσεις. Σημείο αφετηρίας για την εναρμόνιση της προσέγγισης του ζητήματος θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι προτεινόμενες δράσεις 4 (με αντικείμενο τον περιορισμό της διάβρωσης της φορολογικής βάσης μέσω των εκπτώσεων τόκων και άλλων χρηματοοικονομικών πληρωμών) και 13 (με αντικείμενο την επανεξέταση της τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών) του Σχεδίου Δράσης του ΟΟΣΑ για τη διάβρωση φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών (“BEPS Action Plan”).

Εξάλλου, η καθοδήγηση που παρέχεται για το ζήτημα από τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ είναι ανεπαρκής και εστιάζει κυρίως στην ανάγκη να διαπιστώνεται κάθε φορά εάν η χορηγούμενη εγγύηση αποτελεί «παρεχόμενη υπηρεσία», για την οποία θα πρέπει να καταβληθεί σχετική αμοιβή σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 7.6 των Κατευθυντηρίων Οδηγιών αναφέρουν ότι «Η ερώτηση εάν μία ενδοομιλική υπηρεσία έχει παρασχεθεί … θα έπρεπε να εξαρτάται από το εάν η εγγύηση παρέχει στον όμιλο (την πολυεθνική εταιρεία) οικονομική ή εμπορική αξία …. Κάτι τέτοιο μπορεί να προσδιορισθεί με την εξέταση του εάν και κατά πόσο μία ανεξάρτητη επιχείρηση υπό συγκρίσιμες συνθήκες θα ήταν πρόθυμη να πληρώσει για την εγγύηση».

Εκτενέστερη αναφορά στον υπολογισμό μίας σύμφωνης με την αρχή των ίσων αποστάσεων αμοιβής για τη χορήγηση εγγύησης γίνεται παραπάνω, στην υποενότητα που αναφέρεται στην έκδοση εγγυητικών επιστολών και τη χορήγηση εγγυήσεων.

5. Συμπερασματικά

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η ευρύτερη κατηγορία των ενδοομιλικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι οποίες συναντώνται ως επί το πλείστον στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα (τραπεζικά και πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις του ευρύτερου χρηματοοικονομικού τομέα, όπως εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, εταιρείες επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρείες factoring κλπ) αλλά και στους επιμέρους τομείς των εμπορικών επιχειρήσεων, κυρίως για την κάλυψη των χρηματοοικονομικών τους αναγκών, παρουσιάζει ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, τόσο όσον αφορά στο λειτουργικό τους προφίλ όσο και την τεκμηρίωση του σύμφωνου με τους όρους της αγοράς χαρακτήρα τους. Οι σύγχρονοι πολυεθνικοί όμιλοι πολλές φορές καταστρώνουν και υλοποιούν ιδιαίτερα πολύπλοκες δομές ενδοομιλικών χρηματοδοτήσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις κεντρίζουν το ενδιαφέρον των φορολογικών αρχών στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθούν ότι υποκρύπτουν συγκεκριμένες μεθοδεύσεις με σκοπό τη φοροαποφυγή. Περαιτέρω, ακόμη και οι κοινές κατηγορίες υπηρεσιών, όταν εντάσσονται στο χρηματοοικονομικό κλάδο, μπορούν να παρουσιάζουν σημαντικές ιδιομορφίες ως προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Ως εκ τούτου, τα ζητήματα της τεκμηρίωσης αυτής της κατηγορίας ενδοομιλικών συναλλαγών χρειάζονται ιδιαίτερο χειρισμό και η συμμόρφωση των υπόχρεων επιχειρήσεων με τις απαιτήσεις σύνταξης φακέλου τεκμηρίωσης πρέπει να προσεγγίζεται με προσοχή και πάντα με γνώμονα τόσο το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο περί ενδοομιλικής τιμολόγησης σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο όσο και το ευρύτερο ρυθμιστικό περιβάλλον, στο οποίο εντάσσονται οι υποκείμενες σε τεκμηρίωση χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

1. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Ηλία Παρασκευόπουλο, Χρηματοοικονομικό και Φορολογικό Σύμβουλο για τη συμβολή του στην εκπόνηση της παρούσας μελέτης.

2. Βασιλική Αθανασάκη, Το Σχέδιο Δράσης του ΟΟΣΑ για την Καταπολέμηση της Διάβρωσης Φορολογικής Βάσης και της Μετακύλισης Φορολογητέων Κερδών, Επιχείρηση, 5/2014, 435.

3. Το θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της εποπτείας έχει κατά κύριο λόγο διαμορφωθεί από την ενσωμάτωση της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, όπως έχει διαμορφωθεί στο συγκεκριμένο πεδίο. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο αποτελείται, μεταξύ άλλων, από το Ν 4261/2014 , ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, σε συμμόρφωση και με τον Κανονισμό (ΕΕ) υπ’ αριθ. 575/2013 και κατήργησε τον προϊσχύσαντα Ν. 3601/2007 (Βασιλεία ΙΙ). Επιπλέον, στο θεσμικό εποπτικό πλαίσιο περιλαμβάνονται και οι Πράξεις Διοικητή που αφορούν τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου, καθώς και οι αποφάσεις για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και λοιπά θέματα. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Supervision/default.aspx

4. Οδηγία 2013/36/EU (CRD IV).

5. Βλ. http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/deia/default.aspx

6. Οδηγία 2011/61/ΕΕ (“AIFMD”) για τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων («ΔΟΕΕ»).

7. Ο όρος στη διεθνή βιβλιογραφία είναι “Undertakings for Collective Investment in Transferable Securities” (“UCITS”).

8. Ένας τραπεζικός όμιλος συνήθως διαχωρίζει τον κίνδυνο αγοράς σε trading και non-trading χαρτοφυλάκια. Το trading χαρτοφυλάκιο συμπεριλαμβάνει θέσεις που αφορούν αγοραίες συναλλαγές, στις οποίες ο Όμιλος ενεργεί σαν κύριο μέρος με τους πελάτες ή με την αγορά. Το non-trading χαρτοφυλάκιο αποτελείται από διαθέσιμες προς πώληση επενδύσεις, δηλαδή από τίτλους οι οποίοι διακρατώνται μέχρι τη λήξη τους (“hold to maturity”).

9. Credit Default Swaps. Πρόκειται για συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης. Η σύμβαση ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (ΣΑΚΑ- Credit default swap ή απλά CDS) είναι μία σύμβαση ανταλλαγής (ΣΑ) στην οποία ο αγοραστής της πραγματοποιεί σειρά πληρωμών προς τον αντισυμβαλλόμενο πωλητή και σε αντάλλαγμα δέχεται εφάπαξ πληρωμή σε περίπτωση που κάποιο πιστωτικό μέσο (συνήθως ομόλογο ή δάνειο) χαρακτηρισθεί από αθέτηση του εκδότη.

10. Collateralized Debt Obligation. Πρόκειται για μία παραλλαγή της κατηγορίας CDOs, η οποία χρησιμοποιεί CDS (Συμβάσεις Ανταλλαγής Κινδύνου Αθέτησης) και άλλα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα για την επίτευξη επενδυτικών στόχων. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο παράγωγο χρηματοοικονομικό προϊόν που λειτουργεί ως ασφάλεια.

11. Πρόκειται για δικαίωμα προαίρεσης σύναψης μίας σύμβασης ανταλλαγής επιτοκίων (IRS).

12. Στα χρηματοοικονομικά, “bond options” ονομάζονται τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς ή πώλησης ενός ομολόγου σε μία συγκεκριμένη τιμή κατά την ημερομηνία λήξης του δικαιώματος προαίρεσης ή πριν από αυτήν.

13. Foreign Account Tax Compliance Act. Πρόκειται για νόμο, ο οποίος εισήχθηκε στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2009 και θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 2010 ως μέρος του Νόμου HIRE (Hiring Incentives to Restore Employment Act). Ο FATCA σχεδιάστηκε με στόχο την αποτροπή της φοροδιαφυγής από πολίτες των ΗΠΑ ή κάτοικους ΗΠΑ που διατηρούν ξένους λογαριασμούς ή offshore επενδύσεις. Σύμφωνα με τους νέους κανονισμούς του FATCA, τα Ξένα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (foreign financial institutions, FFIs) θα πρέπει να εντοπίζουν δικαιούχους λογαριασμών από ΗΠΑ καθώς και οντότητες υπό Αμερικάνικο έλεγχο (δηλαδή, άτομα από ΗΠΑ που κατέχουν σημαντική εταιρική συμμετοχή στην οντότητα) και να παρέχουν στο IRS πληροφορίες σχετικά με το ενεργητικό τους, πληρωμές εσόδων και κινήσεις συναλλαγών κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους. Οι κανονισμοί του FATCA θα τεθούν σε ισχύ την ή περίπου την 1η Ιουλίου 2014.

14. Τα επιτόκια των δανείων αποτελούνται από δύο μέρη το επιτόκιο μηδαμινού κινδύνου (risk free rate) και το επιτόκιο που αντικατοπτρίζει τον πιστωτικό κίνδυνο (credit spread) το οποίο δεν επηρεάζεται σημαντικά από τη διάρκεια του δανείου.

15. Για τη μεθοδολογία τεκμηρίωσης, βλ. Global Transfer Pricing: Principles and Practice, John Henshall, Deloitte, Bloomsbury, 2nd edition, 2013.

16. Η διάρκεια (tenor) μιας διατραπεζικής συναλλαγής προκύπτει με βάση την ημερομηνία λήξης της (maturity date). Αποτελεί κοινή εμπειρική παρατήρηση ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια μιας διατραπεζικής κίνησης κεφαλαίων, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, δηλαδή ο κίνδυνος αθέτησης (default risk) από την πλευρά του δανειζόμενου, επομένως αντίστοιχα μεγαλύτερο και το επιτόκιο.

17. Παραδείγματα τέτοιων βάσεων δεδομένων αποτελούν η Bloomberg, η Reuters, η Dealscan, η Amadeus, η RoyaltyStat για άυλα περιουσιακά στοιχεία και άλλες. Το σύστημα Bloomberg Terminal παρέχει οικονομικά στοιχεία, αρχειοθετημένα, σε πραγματικό χρόνο. Επίσης, παρέχει στοιχεία αγορών, τιμών, εμπορικών συναλλαγών, σε ένα ενιαίο πακέτο προς κάθε ενδιαφερόμενο, νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Η υπηρεσία Bloomberg Professional είναι προϊόν της Bloomberg. Ενσωματώνει σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες για περίπου 5 εκατομμύρια ομόλογα, εμπορικά προϊόντα, νομίσματα, αμοιβαία κεφάλαια κ.ά. Πιο συγκεκριμένα, στο πεδίο αναζήτησης εταιρικών ομολόγων της βάσης, μπορούν να αναζητηθούν εταιρικά ομόλογα βάσει των κριτηρίων που έχει εισαγάγει αυτός που ενεργεί την αναζήτηση. Η αναζήτηση μπορεί να γίνει βάσει του ονόματος της εκδότριας εταιρείας, του ύψους του κουπονιού (μέγιστη ή ελάχιστη τιμή), της διάρκειας λήξης του ομολόγου, της ημερολογιακής περιόδου έκδοσης του, της χώρας όπου εκδίδεται το ομόλογο, του κλάδου δραστηριότητας, του νομίσματος, του τύπου του χρέους του ομολόγου, της προτεραιότητας του και του εγγυητή (εφόσον υπάρχει). Περαιτέρω, η Thomson – Reuters 3000 Xtra αποτελεί μία πλατφόρμα άντλησης πληροφοριών, με βάση την οποία είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών σχετικά με ομολογιακά και εταιρικά δάνεια με τη χρήση περισσότερων από 17.500 εργαλείων σχετικά με κυβερνητικά ομόλογα, κρατικά ομόλογα, υπερεθνικά ομόλογα, εταιρικά ομόλογα, καλυμμένα ομόλογα, ομολογίες κυμαινόμενου επιτοκίου (Κρατικές/Εταιρικές).

18. Οι καμπύλες απόδοσης της υπηρεσίας Bloomberg (FMCI ή Fair Market Curve Indices) παρουσιάζουν τις αποδόσεις εταιρικών ομολόγων σε διάφορα νομίσματα, ανά πιστοληπτική ικανότητα και διάρκεια, τις περισσότερες φορές σε καθημερινή βάση. Κριτήρια συγκρισιμότητας είναι ημερομηνία συναλλαγής, διάρκεια, πιστοληπτική αξιολόγηση, νόμισμα και ο σχετικός κλάδος.

19. Εναλλακτικές προσεγγίσεις τεκμηρίωσης δανείων, οι οποίες συναντώνται στην πράξη, αποτελούν η μέθοδος RAROC (risk-adjusted return on capital), η στατιστική διαδικασία regression analysis που εξετάζει την αλληλεπίδραση δύο μεταβλητών συντελεστών και η μέθοδος CAPM (Capital Asset Pricing Method), η οποία χρησιμοποιείται ευρέως και για την τεκμηρίωση και άλλων συναλλαγών, όπως η διανομή αμοιβαίων κεφαλαίων.

20. Βλ. παραγράφους 24-27 (Παράδειγμα 1 και 2) του Report του OOΣΑ «Revised discussion draft on transfer pricing aspects of intangibles” με ημερομηνία 30 Ιουλίου 2013.

21. Βλ. “Progress, but no guarantees for the consistent treatment of inter-company financing transactions”, Transfer Pricing Perspectives: Managing multiple stakeholders in the new economy, by Krishnan Chandrasekhar, Michel van der Breggen, Wout Moelands and Jeff Rogers of PwC.

22. Μέσω των εργαλείων του source contributor Bloomberg Generics (“BGN”) και του Bloomberg Valuation Source (“BVAL”) αντίστοιχα.

23. Μέλη της ΗΔΑΤ είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επενδυτικοί οίκοι που εδρεύουν στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Τα ξένα ιδρύματα που συμμετέχουν στην ΗΔΑΤ από απόσταση χρησιμοποιούν θεματοφύλακες με έδρα στην Ελλάδα για το διακανονισμό των συναλλαγών τους. Τα μέλη διακρίνονται σε Διαπραγματευτές Αγοράς (Dealers) και σε Βασικούς Διαπραγματευτές Αγοράς (Primary Dealers). Βλ. και http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Markets/HDAT/members.aspx

24. Η βάση δεδομένων Lipper LANA είναι ένας παγκόσμιος πάροχος πληροφοριών και σχολίων αναφορικά με αμοιβαία κεφάλαια της Thomson Reuters. Οι τράπεζες πληροφοριών και τα εργαλεία της Lipper χρησιμοποιούνται ευρύτατα και εφαρμόζονται στο χρηματοοικονομικό κλάδο. Συγκεκριμένα, στη βάση δεδομένων Lipper υπάρχει ευχέρεια ανεύρεσης πολλών στοιχείων όσον αφορά είτε τίτλους σταθερού εισοδήματος, μετοχές και κεφάλαια σταθερού εισοδήματος (Money Market Funds, Short Investment-Grade Debt Funds κλπ).

25. Η βάση δεδομένων Mercer αποτελεί την παγκόσμια τράπεζα πληροφοριών διαχείρισης επενδύσεων, η οποία περιλαμβάνει πάνω από 5.000 εταιρείες διαχείρισης επενδύσεων με πάνω από 25.000 προϊόντα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

26. Michel van der Breggen, Dewi Wayuni, Inter-company credit guarantees: to charge or not to charge, Insights from a Dutch transfer pricing perspective, FSTP Perspectives, A publication for financial services industry tax and transfer pricing professionals, Summer 2014, PwC.

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.